Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητας είναι μια σοβαρή διαταραχή, που πρωτοεμφανίζεται στην παιδική ηλικία με σημαντικές συναισθηματικές και κοινωνικές επιπτώσεις: οικονομικό κόστος, οικογενειακές εντάσεις, διακοπή της σχολικής φοίτησης, αυξημένες πιθανότητες για μελλοντική εμφάνιση διαταραχής της διαγωγής, εναντιωματικής προκλητικής διαταραχής και κακής κοινωνικής προσαρμογής.
Το σύνδρομο αυτό αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη του παιδιού και την εμφάνιση επιπρόσθετης ψυχοπαθολογίας στην εφηβική ηλικία, κυρίως, με τη μορφή δευτερογενών ανεπιθύμητων συμπεριφορών, όπως εναντιωματικότητα και παραπτωματικότητα (Κουμούλα, 1999). Βέβαια, μπορεί να συνυπάρχουν και η Υπερκινητικότητα και η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής ή κάποιο άτομο να έχει το ένα ή το άλλο σύνδρομο.
H διαταραχή αυτή χαρακτηρίζεται από υπερβολική για την ηλικία και άσκοπη κινητικότητα, από προβλήματα προσοχής, κυρίως με τη μορφή αδυναμίας της διατήρησης της προσοχής σε ένα θέμα, από παρορμητικότητα, με την έννοια της αδυναμίας της αναστολής της συμπεριφοράς και της συμμόρφωσης σε κανόνες.
Κατά την προσχολική ηλικία τα παιδιά αυτά τρέχουν από τη μια μεριά του δωματίου στην άλλη, ψάχνουν τις τσάντες των επισκεπτών, μιλούν συνεχώς, βγαίνουν από το σπίτι τρέχοντας, χωρίς να ενημερώσουν τους γονείς τους, σπάζουν και χάνουν τα παιχνίδια τους, ανεβαίνουν στα έπιπλα, δεν κάθονται σε ένα μέρος, κουνούν διαρκώς τα πόδια τους, κοιμούνται αργά και ξυπνούν νωρίς και γενικά εξαντλούν τους γονείς τους.
Tα παιδιά δεν μπορούν να εστιάσουν την προσοχή τους σε μια δραστηριότητα, μοιάζουν να είναι αφηρημένα, δεν προσέχουν τον εκπαιδευτικό, τον διακόπτουν, δεν περιμένουν τη σειρά τους και δεν ακολουθούν κανόνες, ξεχνούν τα βιβλία τους, δεν ολοκληρώνουν τις εργασίες τους, δυσκολεύονται να παραμείνουν καθισμένα, διασπάται εύκολα η προσοχή τους, μιλούν υπερβολικά, δεν μπορούν να κάτσουν ήσυχα. Αυτή η συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα να αποτυγχάνει το παιδί στο σχολείο, να έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και βεβαίως, κακές διαπροσωπικές σχέσεις τόσο με τους συνομηλίκους του, όσο και με τον εκπαιδευτικό και τους γονείς του.
Στο DSM-IV ο όρος που επικρατεί είναι «διαταραχή της ελλειμματικής προσοχής». Τα προβλήματα προσοχής αποκτούν έτσι κεντρική θέση και μπορούν να υπάρχουν χωρίς να συνοδεύονται απαραίτητα από υπερκινητικότητα. Προτείνονται, έτσι, τρεις διαγνωστικές κατηγορίες: α) Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας, Συνδυασμένος Τύπος, β) Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας, με Προεξάρχοντα τον Απρόσεκτο Τύπο, γ) Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας, με Προεξάρχοντα τον Υπερκινητικό-Παρορμητικό Τύπο.
Τα διαγνωστικά κριτήρια, σύμφωνα με το DSM-IV (Μάνος, 1997), είναι:
«Α. Έξι ή περισσότερα συμπτώματα από τις ακόλουθες κατηγορίες πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον επί έξι μήνες, να προκαλούν δυσπροσαρμοστικότητα και να μη δικαιολογούνται από το αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού:
Απροσεξία
α) Συχνά αποτυγχάνει να επικεντρώσει την προσοχή σε λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας στις σχολικές εργασίες, στη δουλειά ή σε άλλες δραστηριότητες, β) Δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή σε δουλειές ή δραστηριότητες παιχνιδιού, γ) Φαίνεται να μην ακούει όταν του απευθύνεται ο λόγος, δ) Συχνά δεν ακολουθεί μέχρι τέλους οδηγίες και αποτυγχάνει να διεκπεραιώσει σχολικές εργασίες, ε) Πολλές φορές αποφεύγει, αποστρέφεται ή είναι απρόθυμος (-η) να εμπλακεί σε δουλειές, που απαιτούν αδιάπτωτη πνευματική προσπάθεια, στ) Χάνει αντικείμενα απαραίτητα για δουλειές ή δραστηριότητες, ζ) Η προσοχή διασπάται εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα, και η) Συχνά ξεχνά καθημερινές δραστηριότητες.
Υπερκινητικότητα
α) Συχνά κινεί νευρικά τα χέρια ή τα πόδια ή στριφογυρίζει στη θέση, β) Πολλές φορές σηκώνεται από τη θέση του στην τάξη, γ) Τρέχει εδώ κι εκεί και σκαρφαλώνει, δ) Δυσκολεύεται να παίζει ή να συμμετέχει σε δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου ήσυχα, ε) Είναι διαρκώς σε κίνηση και στ) Συχνά μιλά υπερβολικά.
Παρορμητικότατα
α) Συχνά απαντά απερίσκεπτα, πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση, β) Δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του και γ) Διακόπτει ή ενοχλεί με την παρουσία του τους άλλους.
Β. Μερικά συμπτώματα υπερκινητικότητας-παρορμητικότητας ή απροσεξίας, που προκάλεσαν έκπτωση, ήταν παρόντα πριν από την ηλικία των επτά ετών.
Γ. Κάποια έκπτωση από τα συμπτώματα είναι παρούσα σε δύο ή περισσότερους τομείς [π χ. στο σχολείο (ή στην εργασία) και στο σπίτι].
Δ. Πρέπει να υπάρχει σαφής απόδειξη κλινικά σημαντικής έκπτωσης στην κοινωνική, σχολική ή επαγγελματική λειτουργικότητα.
Ε. Τα συμπτώματα δε συμβαίνουν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της πορείας κάποιας Βαριάς Εκτεταμένης Διαταραχής της Ανάπτυξης, της Σχιζοφρένειας ή άλλης Ψυχωτικής Διαταραχής και δεν εξηγούνται καλύτερα ως κάποια άλλη ψυχική διαταραχή (π.χ. Διαταραχή της Διάθεσης, Αγχώδης Διαταραχή, Διασχιστική Διαταραχή ή Διαταραχή της Προσωπικότητας)».
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας οφείλεται σε νευρολογική δυσλειτουργία και είναι κληρονομική. Αναφέρεται στα χαμηλά επίπεδα δραστηριότητας των νευροδιαβιβαστών στο μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου, που ελέγχει τις παρορμήσεις και ρυθμίζει την εστίαση της προσοχής. Πρόκειται για ακούσιες αλλαγές της προσοχής και μη ηθελημένη κινητική δραστηριότητα. Οι αιτίες της δυσλειτουργίας αυτής κληρονομούνται στο 70% των περιπτώσεων, ενώ στο 20% έως 30% οφείλονται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως νόσος του εγκεφάλου (εγκεφαλίτιδα), εγκεφαλική βλάβη από τραύμα, έκθεση σε τοξικές ουσίες (αλκοόλ, κάπνισμα, μόλυβδος).
* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Αφήστε τους μωροφιλόσοφους να μιλούν για μνημόνια... Μη σαγηνεύεστε απερίσκεπτα από την παγίδα των εραστών της εξουσίας... Όσοι αγαπάτε την Ελλάδα, πιάστε δουλειά... να η έξοδος από κάθε κρίση...
Προκρίνετε τους βέλτιστους και διδάξτε τους μέτριους, γιατί και το καθάριο φως της ψυχής δοκιμάζεται σε όλα τα στάδια της ωχρότητας, μέχρι να φτάσει στην έξαρση της λάμψης του.
Προτάξτε την αλληλεγγύη για όσους βρίσκονται σε τέλμα, την αισιοδοξία για κείνους που λύγισαν, την υπομονή για αυτούς που έχασαν την ψυχραιμία τους, τη δικαιοσύνη για τους υβριστές και τη νέμεση για τους βέβηλους.
Σαν εραστές προσεκτικοί και φιλύποπτοι ζυγίστε την υπόσχεση, για να κερδίσετε το αυτονόητο.
Μα προπάντων διαφεντέψτε με σύνεση τους φόβους σας και λιπάνετε με φαντασία τους ανθόκηπους των προσδοκιών σας. Ξεριζώστε, σα γεωργοί προνοητικοί κι ανήσυχοι, τα ζιζάνια των καιρών, την έπαρση, την κομπορρημοσύνη, τη ματαιοδοξία, για να γίνει η σοδειά αντάξια του μόχθου σας και εφάμιλλη του χρέους σας προς τον άνθρωπο.
Συνάξτε σε αποθήκες υπήνεμες την ακριβή κληρονομιά για την επόμενη γενιά, έτσι ώστε να μιλά για σας και να λέει: «Εκείνοι πολέμησαν τον αγώνα τον καλό και το δύσκολο. Έτσι κι εμείς θα τους ξεπεράσουμε.»
Αποτάξτε τη ραστώνη, την αδράνεια, τις καφετέριες, τη φιλαυτία, την ελαφρότητα. Επιμερίστε την ευθύνη, τους καρπούς, την οδύνη, το όφλημα. Γιατί η ψυχή στα χρόνια τα δίσεκτα προεξοφλεί τις αντινομίες του αιώνιου και υποκύπτει στις ριπές του εφήμερου.
Διαπραγματευθείτε σαν έμποροι διορατικοί σθεναρά στα παζάρια της ζωής το μερτικό σας στην αξιοπρέπεια, την περηφάνεια και την αξιοσύνη...
Η γη μας είναι πλούσια και οι καρδιές πλασμένες έτσι, που να καθρεφτίζουν και στο ψυχορράγημά τους την ανάσταση.
Αρνηθείτε τη μιζέρια, την κατάθλιψη, κλείστε την τηλεόραση και συμφιλιωθείτε με τη θωπεία της πρόκλησης: Ο κόσμος τούτος μέσα από τη σύγκρουση και την αντινομία, ξαναανακαλύπτει τα στοιχεία που τον δημιούργησαν.
Βγείτε στους δρόμους, όπως έκαναν οι πρόγονοι, χαρούμενοι γιατί ο Θεός έστειλε άλλη μια δοκιμασία, για να αποδείξει πως η πατρίδα μας μπαινοβγαίνει στις αυλές του Χάρου κάθε που θέλει να εδραιώσει τη ζωή της.
Αν και τα περισσότερα ζευγάρια θεωρούν ότι η κρίση που περνά ο γάμος τους οφείλεται σε μοναδικές για αυτά ιδιοσυγκρασιακές αιτίες, εδώ και καιρό η ψυχολογία έχει δείξει ότι οι λόγοι διαζυγίου μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ορισμένους βασικούς παράγοντες έλλειψης επικοινωνίας.
Μερικοί πιστεύουν ότι οι άνθρωποι χωρίζουν για τους ίδιους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκαν στη συντροφικότητα: το καλό χιούμορ που διακρίνει η υποψήφια σύζυγος στο μελλοντικό άντρα της, μετατρέπεται σε σαρκασμό και ειρωνεία αργότερα. Ο «χαλαρός και άνετος» χαρακτήρας προ του γάμου, ξαφνικά μεταμορφώνεται σε επιπολαιότητα αργότερα, ενώ μία δυναμική γυναίκα εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ανάλγητη και ανέτοιμη για να κρατήσει το σπίτι της.
Πώς γίνεται αυτή η μετάλλαξη; Οι ειδικοί συμφωνούν ότι πρόκειται για λάθος στην επικοινωνία, στη μεταβίβαση του μηνύματος, στις προσδοκίες και στην προβολή των δικών μας ελλείψεων στον άλλο. Εξάλλου, ο πόθος είναι έλλειψη και η εκπλήρωσή του αναστέλλει τον ίμερο. Οι ερευνητές πιστεύουν πως αναλύοντας τη δυναμική της επικοινωνίας ενός ζευγαριού, μπορούν να διακρίνουν τα παθογόνα στοιχεία και να προβλέψουν εάν οι δύο σύνευνοι πρόκειται σύντομα να επισκεφτούν το δικηγόρο τους. Εάν σε κάθε καβγά οι σύντροφοι ανακαλούν και επικαλούνται παλιές, πικρές αναμνήσεις, όταν αντί να εκφράζουν τα συναισθήματα τους προτιμούν να αλληλοκατηγορούνται, εάν ξεκινούν κάθε συζήτηση έντονα και με επικριτικό ύφος, τότε η σχέση τους αρχίζει να περνά το σημείο χωρίς γυρισμό. Φαίνεται ότι τα προβλήματα εκδηλώνονται μόλις η σχέση γίνει διεκπεραιωτική, όταν δηλαδή το μεγαλύτερο ποσοστό των συζητήσεων αφορούν ζητήματα της καθημερινότητας, πολλές φορές δυσεπίλυτα, όπως τα οικονομικά, οι σχέσεις με τους συγγενείς και οι διαφορές στις απόψεις για την ανατροφή των παιδιών. Η απιστία που συνήθως προβάλλεται ως η κυριότερη αιτία διαζυγίου, συνήθως είναι το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω. Ο χρυσός κανόνας λέει ότι κρίνουμε συμπεριφορές και όχι τους ανθρώπους.
Ο γάμος παλαιότερα διατηρούσε την κοινωνική συνοχή, ήλεγχε τη μεταβίβαση της κληρονομιάς στους απογόνους και διασφάλιζε ότι η ασθενέστερη γυναίκα δε θα εγκατελείπετο στην τύχη της. Σήμερα το διαζύγιο για τα παιδιά είναι πένθος, όχι όμως κοινωνικό στίγμα. Και ο αποχωρισμός, προτιμότερος από μια τοξική σχέση.
Η οικονομική κρίση παραδόξως επηρέασε τη φρενήρη αύξηση των επίσημων διαζυγίων στη χώρα μας: τα ζευγάρια δε διαθέτουν αρκετά χρήματα για να επωμιστούν τα έξοδα των δικηγόρων. Αποκύημα αυτού είναι οι παρατεταμένες περίοδοι σε οιονεί διάσταση: σύντροφοι που ζουν μαζί και χωριστά, που αποτελούν και δεν αποτελούν οικογένεια. Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν ότι τα αποτελέσματα των διαπληκτισμών τους δρουν πολλαπλασιαστικά στην ψυχοσύνθεση των τέκνων τους και κάθε λέξη ή φράση μπορεί να μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη τους. Η παρατεταμένη ρευστότητα, η αναπαραγωγή των ίδιων μοτίβων και σχημάτων σύγκρουσης, οι ατελέσφορες προσπάθειες επανένωσης διδάσκουν τους υπό διάσταση συζύγους ότι κάθε αναπνοή που ξοδεύεται για τη διάσωση του γάμου είναι μάταιη. Όμως, η παράταση της σύγκρουσης έχει ολέθρια αποτελέσματα για τα παιδιά, τα οποία ενδεχομένως αργότερα να εξωτερικεύσουν το θυμό με επιθετικότητα, μαθησιακές δυσκολίες, κατάθλιψη και αντικοινωνική συμπεριφορά. Το να είναι κάποιος γονιός μπορεί να διδαχθεί και για αυτό η ανάγκη για συμβουλευτική στις μέρες μας γίνεται ολοένα και πιο έντονη.
Η οικονομική κρίση εισήλασε βρυχώμενη σε κάθε πτυχή της ζωής, ακόμη και τη συντροφική, και είναι καιρός να βρούμε την εναλλακτική που θα την αντισταθμίσει. Φτιάξτε, λοιπόν, τους «νοητικούς χάρτες αγάπης» τού Gottman, αποθηκεύστε στο μυαλό το μικρόκοσμο, τις ελπίδες, τις αδυναμίες και τα πάθη του συντρόφου σας, συμφιλιωθείτε με τις διαφορές σας, θαυμάστε τον για τις καθημερινές του συνήθειες, αφήστε τον να σας επηρεάσει, να συν-διαμορφώσει το χαρακτήρα σας, επικοινωνήστε ώστε να λύσετε πρώτα όσα προβλήματα ξεπερνιούνται ανώδυνα, αποδεχθείτε πως μερικά από αυτά δεν μπορείτε μόνοι σας να τα ξεπεράσετε και συμβουλευθείτε κάποιον ειδικό, εντάξτε τον στην καθημερινότητα και στις φαντασιώσεις σας, λειάνετε το λόγο σας και εμπλουτίστε τον με τα θετικά του συνοδοιπόρου σας στη ζωή, κατασκευάστε ένα κοινό αξιακό σύστημα, κρυφούς κοινούς κώδικες, ιεροτελεστίες, αγαπημένα μέρη και καταλάβετε πως το διαζύγιο είναι η εύκολη λύση μιας ευδαιμονιστικής ηθικής.
* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Αν και η τρομοκρατία αποδίδεται κυρίως σε πολιτικούς, θρησκευτικούς και εθνικιστικούς λόγους, οι κοινωνικοί επιστήμονες από καιρό έχουν διαπιστώσει ότι η ιδεολογία δεν αποτελεί το μοναδικό κίνητρο της αποτρόπαιης πράξης και σίγουρα δεν είναι το σπουδαιότερο.
Θα λέγαμε ότι περισσότερο δρα ως απενοχοποιητικό στοιχείο, ως μια πρόφαση για να εξιδανικευτούν τα προσωπικά κίνητρα που κρύβονται πίσω από όλα αυτά. Η φτώχεια και η κοινωνική ανισότητα, το ιστορικό βίας σε μια κοινωνία, η αποτυχία των ειρηνευτικών προσπαθειών ή η έλλειψη κοινωνικού διαλόγου, ο ταξικός και φυλετικός διαχωρισμός, τα θρησκευτικά πάθη, δεν μπορούν αποκομμένα να ερμηνεύσουν το προφίλ του τρομοκράτη και τις δυνάμεις που τον οδηγούν στο να δράσει περιθωριακά και ενάντια προς μια κοινωνική πραγματικότητα. Κάθε ιδεολόγημα θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για μια τρομοκρατική πράξη: το περιβάλλον, τα δικαιώματα των ζώων, ο πόλεμος για το νερό ή τους πόρους, η προάσπιση των μεταναστών. Οι αφορμές μυριάδες και δεν εξηγούν γιατί όλοι οι πολίτες δεν καταφεύγουν στην τρομοκρατία για να διαδηλώσουν τα αιτήματά τους απέναντι σε ένα ανάλγητο κράτος.
Τα μέλη των τρομοκρατικών οργανώσεων αισθάνονται πως ανήκουν σε μια πολιτική, θρησκευτική ή εθνική ελίτ, ότι είναι οι εκλεκτοί που επιλέχθηκαν για να προτάξουν την ιδεολογία τους ως αντίβαρο στην κοινωνική αδικία. Κανείς δε γεννιέται βομβιστής, αλλά σε ένα κρίσιμο αναπτυξιακό στάδιο, κατά το οποίο υπερισχύει η ηθική του καλού ή του κακού, του άσπρου ή μαύρου οι μελλοντικοί τρομοκράτες εγκαθιδρύουν μια περίεργη και επικίνδυνη συλλογιστική: υπάρχει μόνο μια σωστή θεώρηση και πρέπει να την προασπίσουν με κάθε τρόπο, βγάζοντας πολλές φορές την οργή τους για κάθε προσωπική ματαίωση, απώλεια ή απογοήτευση που έζησαν. Ο σκοπός καθαγιάζει τα μέσα. Αν πρέπει κάποιοι αθώοι να χάσουν τη ζωή τους για το γενικό καλό, τότε οι παράπλευρες απώλειες δικαιολογούνται.
Οι τρομοκράτες υποσυνείδητα αποκόπτονται από τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουν. Η οικογένεια, το επάγγελμα χάνουν τη σημασία τους και οι σύντροφοι μετατρέπονται σε δεύτερο σπίτι, σε αδέλφια, σε γείτονες, για τα οποία θα έδιναν και τη ζωή τους. Αποκτούν νέο ρόλο και προσωπική ταυτότητα με τη συμμετοχή τους σε μια τέτοια οργάνωση. Η αγάπη για την εσω-ομάδα μετατρέπεται σε μίσος για όσους δεν ανήκουν σε αυτήν, όπως ακριβώς ο τρομοκράτης για ένα πολιτικό σύστημα είναι ο μαχητής της ελευθερίας για ένα άλλο. Ο εαυτός νοηματοδοτείται μέσα από τις αξίες και τις δυναμικές της ομάδας, τις ιεροτελεστίες και την ιεραρχία της, τον ιδιότυπο γλωσσικό κώδικα, τα κοινά μυστικά, που μοιράζονται, τη γνώση ότι κάτω από το μανδύα της καθημερινότητας κρύβουν έναν ήρωα, που μπορεί να επηρεάσει την κοινωνική πορεία, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους πολίτες, που υπακούουν στις προσταγές της εξουσίας.
Οι τρομοκράτες είναι η κορυφή μιας πυραμίδας, που αποτελείται από όσους κατά κάποιο τρόπο συμφωνούν με την ιδεολογία τους. Εξάλλου να θυμάστε ότι οι πεποιθήσεις των τρομοκρατών συμπίπτουν πολλές φορές με αυτές του πολύ κόσμου, μόνο που είναι πιο ακραίες ως προς την εφαρμογή τους. Όταν οι πολίτες απογοητευθούν από τις αδυναμίες μιας δημοκρατίας, μπορεί θεωρητικά να δουν τους τρομοκράτες ως μια εναλλακτική, ως ένα μηχανισμό εξισορρόπησης της κρατικής εξουσίας. Το μέλος μιας οργάνωσης που είναι ο εκτελεστής, εκτονώνει την προσωπική του οργή. Αυτός, όμως, που σχεδιάζει τη βίαιη πράξη επιδιώκει να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη ζημιά, να διασπείρει το φόβο, την αμφιβολία, την αβεβαιότητα, τη δυσπιστία στον πολίτη πως το κράτος μπορεί να εγγυηθεί για την ασφάλεια και τη ζωή του.
Οι τρομοκράτες επιβάλλουν ένα δυσβάσταχτο και πολυετή φόρο στην κοινωνία, το κόστος των μέτρων περιφρούρησης, τα οποία φροντίζουν με θεαματικά χτυπήματα να διακωμωδούν, διασύροντας ακόμα περισσότερο τη νόμιμα εκλεγμένη εξουσία. Το χειρότερο, όμως, είναι πως οι μηχανισμοί που αναπτύσσονται στα πλαίσια μιας τρομοκρατικής ενέργειας είναι παρόμοια με αυτά μιας πολεμικής μάχης:
Ο τρομοκράτης αποξενώνεται συναισθηματικά από τα αποτελέσματα των πράξεών του, δεν κατανοεί τον πόνο που προκαλεί, αποκόπτεται από την οδύνη των θυμάτων του. Μοιάζει με τον πιλότο ενός βομβαρδιστικού, που απασχολημένος με τη ρύθμιση των παραμέτρων της ρίψης μιας βόμβας, αγνοεί τον όλεθρο που επιφέρει.
Το διαδίκτυο θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως ένα μέσο μαζικής επικοινωνίας, που μπορεί με δραματικό τρόπο να μεταβάλει τόσο την αυτοεικόνα των αναπήρων, όσο και τις στάσεις του γενικού πληθυσμού απέναντί τους (Bower & Tuffin, 2003).
Το διαδραστικό και πολυμεσικό περιβάλλον επιτρέπει την άρση των φυσικών περιορισμών και τη δημιουργία εικονικών ταυτοτήτων απαλλαγμένων από τις καθηλώσεις της αναπηρίας. Παράλληλα, το διαδίκτυο προσφέρει πρόσβαση στην πληροφορία, βήμα για την έκφραση κάθε άποψης και αποτελεί τον ιδανικό τρόπο για τη μετάδοση της κουλτούρας των αναπήρων και τη διάδοσή της στο ευρύ κοινό, ιδιαίτερα δε στη νέα γενιά. Η ελαστικότητα του ίντερνετ εγκυμονεί βέβαια και κινδύνους, ειδικά εφόσον επιτρέπει στους αναπήρους να ταυτίζονται με την εικονική τους προσωπικότητα, να αρνούνται ή να εξιδανικεύουν το πρόβλημα και να εξαπατούν άλλους χρήστες αποκρύπτοντας την αναπηρία. Κάποιοι ερευνητές (Goggin & Newell, 2003. Williamson et.al., 2001) θεωρούν ότι η αδυναμία των αναπήρων να προσπελάσουν τα υποκείμενα, τα γραφικά, τα video κ.λπ. επιτείνει την αίσθηση της αναπηρίας, ειδικότερα σε κάποιες κατηγορίες των ατόμων αυτών. Τέλος, ο Abbott (2001), θεωρεί ότι, αν και το διαδίκτυο παρέχει ευκαιρίες εκδημοκρατισμού της κοινωνίας μέσω της έκφρασης ακόμα και ριζοσπαστικών απόψεων, εντούτοις κυριαρχείται από ιστοσελίδες, που συνήθως αντανακλούν την κυρίαρχη ιδεολογία και στερεότυπα ή βρίθει διαφημιστικών ιστοσελίδων, που σπανίως θεωρούν τους αναπήρους αξιόλογη αγοραστική ομάδα. Το διαδίκτυο, επομένως, δρα διασυνδετικά και καλλιεργεί το αίσθημα αλληλεγγύης ανάμεσα σε άτομα, που αλλιώς δε θα είχαν έρθει σε επαφή. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εξάπλωσή του αποτελεί το υψηλότατο ποσοστό ανεργίας των αναπήρων ατόμων και η έλλειψη μορφωτικών ευκαιριών σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Για το λόγο αυτό επιτυχημένοι ιστότοποι, που αφορούν την αναπηρία, θεωρούνται αυτοί που είναι ανθρωποκεντρικά σχεδιασμένοι, ενισχύουν την αλληλεπίδραση των χρηστών και δεν αναλώνονται απλά στην παράθεση νόμων, πληροφοριών ή άλλου ενημερωτικού υλικού. Το διαδίκτυο είναι ευέλικτο, φτηνό, γρήγορο και άμεσα διαθέσιμο. Οι πιο ενημερωμένοι από τους αναπήρους μπορούν πλέον να αρθρώσουν λόγο, να ασκήσουν κριτική, να σχηματίσουν πολιτικές ομάδες και να επηρεάσουν την κοινή γνώμη μέσα από τον πλουραλισμό του διαδικτύου.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στις ιστοσελίδες για την αναπηρία συνήθως αντικατοπτρίζει την προσέγγιση της κοινωνίας σχετικά με αυτήν. Η υφή της διαμορφώνει στάσεις, αποτυπώνει την κοινωνική μεταβολή, διαιωνίζει ή καθαίρει τα στερεότυπα, εγκαθιδρύει σχέσεις εξουσίας, στιγματίζει ή αποδεσμεύει, υψώνει εμπόδια ή τα ισοπεδώνει, εν ολίγοις καθρεπτίζει τις κοινωνικές ισορροπίες και συμβολοποιεί την κοινωνική συνοχή, αναπαράγει την ανοχή απέναντι στη διαφορετικότητα και την περιθωριοποίηση. Η σωστή ορολογία μπορεί να εμπεδώσει το αίσθημα της αποδοχής, της συλλογικής κουλτούρας, ενώ οι εξεζητημένοι χαρακτηρισμοί ενδεχομένως να αποκρυσταλλώνουν απόψεις και μοντέλα, που εκφράζουν αναχρονιστικές απόψεις για τους αναπήρους. Έτσι ιστότοποι, που βασίζονται στην ιατροκεντρική αντίληψη για την αναπηρία και ενστερνίζονται την προσπέλασή της ως ασθένειας, ως απόκλισης από το μέσο όρο, ως μίας κατάστασης, που πρέπει να θεραπευτεί ακόμα και με φάρμακα και που αποδίδουν την ευθύνη της θεραπείας στον ίδιο τον ανάπηρο, ουσιαστικά διατρανώνουν μια παγιωμένη άποψη περί κοινωνικού αποκλεισμού των αναπήρων. Αντίθετα οι σύγχρονες ιστοσελίδες για την αναπηρία βασίζονται στο κοινωνικό μοντέλο, που την εντάσσει μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο και τονίζουν τη σημασία των περιβαλλοντικών-συστημικών παραγόντων για την άρση των μειονεξιών, που συνεπάγεται. Το μοντέλο αυτό καθιστά συνυπεύθυνη την κοινότητα, απενοχοποιεί τις οικογένειες των αναπήρων, σκύβει στις ιδιαιτερότητες και τις κλίσεις του κάθε αναπήρου ξεχωριστά και αποδυναμώνει τις ρατσιστικές εκτροπές, που συνειδητοποιημένα ή ακούσια επιβάλλει η κοινωνία των μη αναπήρων.
Οι προσωπικές βιογραφίες των αναπήρων ή όσων έχουν σχέση με την αναπηρία, όπως δέον να καταγράφονται σε ανάλογες ιστοσελίδες μπορούν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη, η οποία έχει διδαχτεί να ασχολείται με πιο επιφανειακά θέματα. Οι διηγήσεις αυτές, η κατάθεση εμπειριών και μεθόδων αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων, δημιουργούν το υπόβαθρο για ένα εικονικό βήμα διαλόγου, προπύργιο μιας δημοκρατίας που δε φοβάται, αλλά ενσωματώνει τη διαφορετικότητα. Κι ενώ μέχρι τώρα τα παραδοσιακά Μ.Μ.Ε. πρόβαλαν αφηγήσεις αναπήρων μόνο σε σχέση με το πρόβλημά τους, οι διαδικτυακές κοινότητες δίνουν την ευκαιρία να αναδυθεί ένα ανάπηρο άτομο που προβληματίζεται, αισθάνεται, ερωτεύεται, διεκδικεί, μετέχει και αξιώνει της προσοχής. Το περιεχόμενο των ιστοσελίδων αυτών μπορεί εύκολα να ανανεώνεται, να εκσυγχρονίζεται, είναι πιο ευαίσθητο στις μεταβολές και τα νέα δεδομένα.
*Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Σε πλείστες έρευνες καταγράφεται η τάση των πολιτών και ειδικά των νέων να αποδίδουν τα αίτια της οικονομικής και αξιακής χρεοκοπίας στη διαφθορά των πολιτικών, στην αλόγιστη καταναλωτική μανία...
Στην ολιγωρία των δημόσιων λειτουργών και στην απαξίωση των νόμων και των θεσμών. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλά ερμηνευτικά μοντέλα, που επιχειρούν να διαλευκάνουν την κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνικής μεταβολής επί τα χείρω. Λίγα όμως από αυτά λαμβάνουν υπόψη τους ψυχολογικούς παράγοντες, που καθορίζουν και διαμορφώνουν το ηθικό απόθεμα των πολιτών και πολιτικών και ακόμα λιγότερα αναφέρονται στο φιλοσοφικό σχετικισμό της ηθικής, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό παρείχε το θεωρητικό οπλοστάσιο για την αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής και την εξάλειψη της αλληλεγγύης.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, βασιζόμενοι στη γνωστική διαδικασία της κατηγοριοποίησης, έχουν την τάση να εντάσσουν ομοειδείς, παρεμφερείς ή φαινομενικά ομοιάζουσες καταστάσεις στο ίδιο νοητικό σχήμα, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε αυθαίρετες και εμπειρικά αδικαιολόγητες γενικεύσεις: «Όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι», «Ο ατομισμός λυμαίνεται το δημόσιο βίο», «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι αφερέγγυοι και φυγόπονοι». Η κατηγοριοποίηση βοηθά τον απλό νου να ερμηνεύσει την πληθώρα των ερεθισμάτων, από τα οποία καθημερινά βομβαρδίζεται, να ταξινομεί τα δεδομένα, να συγκρίνει και να αιτιολογεί την ατομική συμπεριφορά και να πλάθει φιλοσοφίες και ιστορίες ζωής, βάσει των οποίων πορεύεται. Όσο πιο άπειρη είναι η σκέψη, όσο πιο ανέτοιμη κι απροετοίμαστη η λογική, όσο το μυαλό εκτίθεται κυρίως σε επαναλαμβανόμενες καθημερινές ρουτίνες και το πρωτόγνωρο, το αδοκίμαστο, το καινοφανές και το καινοτόμο φαντάζουν περισσότερο ως απειλή, παρά ως πρόκληση, τόσο πιο επιρρεπείς γίνονται σε λανθασμένες ή υπεραπλουστευτικές αιτιακές αποδόσεις και ολιστικά αξιωματικά αποφθέγματα.
Υπάρχουν λίγες μόνο ατραποί διαφυγής από το τελματώδες αυτό αδιέξοδο: η έκθεση σε ποικίλες εμπειρίες, η φαντασία, η μη συμβατική παιδεία και η ασυμβίβαστη, -σχεδόν σε επίπεδα εμμονής- καλλιέργεια της προσωπικότητας. Όχι όμως χωρίς επώδυνο τίμημα - τη διακύβευση της ευτυχίας, τη διατάραξη της ισορροπίας, τη σύγκρουση και την ανατροπή κάθε εφησυχασμού. Η άγνοια θεμελιώνει μια επίφαση ευδαιμονίας, αγκιστρώνεται από δίπολα του τύπου «όλα είναι άσπρα ή μαύρα», αντιστρατεύεται την παράτολμη ηθική, αγνοεί τις αποχρώσεις των φαινομένων και δεν ανέχεται τις εναλλακτικές. Ο μέτρια πληροφορημένος ή ο παραπληροφορημένος είναι ο πιο επικίνδυνος πολίτης. Ο μη εξονυχιστικός αναζητητής, φορέας αντινομιών. Και ο παραδομένος στην τυραννία της αδιαφορίας, ο μελλοντικός αμφισβητίας και παραχαράκτης των δημοκρατικών αξιών.
Η οκνηρία του νου, κυρίαρχη επιδίωξη όλων των κατασκευαστών εκπαιδευτικών συστημάτων και το όνειρο κάθε κράτους ή ιδεολογίας, που επιζητεί τη μακροημέρευσή της, η αποσιώπηση συμβάντων, προτεραιοτήτων και δεδομένων, ο προσεταιρισμός του νεοπλουτισμού, που εισήλασε βρυχώμενος σε κάθε πτυχή του βίου, ουσιαστικά ακινητοποίησαν τα αντανακλαστικά των πολιτών και διακόρευσαν τα οράματά του, ανταλλάσσοντας τα με τη χλιδή του εφήμερου και του παροδικού.
Πώς όλα αυτά σχετίζονται με την εσωτερίκευση της κρίσης από τους πολίτες. Πώς η πνευματική άπνοια και ο ηθικός μαρασμός στρατολόγησαν τόσους ανενδοίαστους θιασώτες της παρακμής, που μηρυκάζουν άκριτα αναμασημένες τροφές. Γιατί η υποτιθέμενη πνευματική ηγεσία υπνώττει τον ανεξέγερτο ύπνο της εσωστρέφειας.
Χρόνια τώρα, οι κοινωνικές επιστήμες στη χώρα μας, έχουν ατροφήσει, επειδή δεν τόλμησαν να αντιτείνουν μια ρεαλιστική και κυρίως ανθρώπινη θεωρία για την κοινωνική μεταβολή. Μερικές από αυτές, αποξενωμένες μεταξύ τους, ανίδεες για τα κελεύσματα της διεπιστημονικότητας, παραδόθηκαν σε έναν άχρωμο, ουδέτερο και απαθή περιγραφικό σχετικισμό, επαναλαμβάνοντας με αυτιστικό καταναγκασμό, έρευνες, που απλά απεικόνιζαν στιγμιότυπα της πραγματικότητας, χωρίς την αναγκαία ανασύνθεση των ευρημάτων και την αναγωγή σε προτρεπτικό, διαλεκτικό λόγο. Δεκαετίες τα αποτελέσματα παρείχαν ενδείξεις για το τι συμβαίνει, αλλά ελλείψει αδιάσειστων αποδείξεων, κανείς δεν τόλμησε να ψελλίσει το τι μέλει γενέσθαι. Καθηλωμένες σε στερεότυπα του παρελθόντος και πρακτικές απαρχαιωμένες, δεν κατάφεραν να ακολουθήσουν την εξέλιξη, αλλά συνέχισαν να εγείρουν οντολογικά ερωτήματα, για τα οποία δεν ήταν υπεύθυνες. Άλλες πάλι στρατευμένες σε ιδεολογίες από καιρό πεθαμένες, αναμένουν τη νεκρανάσταση της αλήθειας τους, αγνοώντας τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Κι ενώ ευαγγελίζονται λύσεις καθολικές και ρηξικέλευθες, συνεχίζουν να όζουν μέσα στην αποφορά της ανικανότητας τους, καταντώντας επιστήμη έξω από την κοινωνία και μονήρεις όγκοι μιας κοινωνικής καρκινογένεσης και ανατροφοδοτούμενης παθογένειας. Η επιστήμη διαχωρίστηκε από την αρετή και, σύμφωνα προς τον Πλατωνικό ορισμό, ταυτίστηκε με την ιδιοτέλεια και την πανουργία.
Το παράδειγμα των επιστημόνων, ακολούθησαν πρόθυμα οι παραγωγοί και οι διακομιστές των πληροφοριών, αλλά κυρίως η εκπαίδευση, το κράτος και οι πολίτες. Η ηθική ελευθεριότητα, που εκφράζεται από το μετα-ηθικό σχετικισμό, πρεσβεύει την ανυπαρξία γενικών ηθικών κωδίκων, αμφισβητεί την οικουμενικότητα των αξιών και προτάσσει το «προοδευτικό» δικαίωμα του ατόμου, αλλά και ολόκληρων κοινωνιών, να διαμορφώνουν τη δική τους δεοντολογία. Η αλήθεια είναι διαφορετική, ανάλογα με την προοπτική, υπό την οποία θεωρείται. Οι έννοιες σεβασμός της ανθρώπινης ζωής, ελευθερία, δημοκρατία, δεν είναι αναγκαστικά καλές ή κακές, αλλά καθαγιάζονται ως τέτοιες, εάν εξυπηρετούν τις ανάγκες, όσων τις διατυπώνουν κάθε φορά. Το χειρότερο είναι πως η ηθική πλέον είναι παραμετροποιήσιμη. Το άτομο είναι θεμιτό να κρατήσει από τους κανόνες τα στοιχεία εκείνα που το εξυπηρετούν, να ενστερνιστεί προκατασκευασμένες κοσμοθεωρίες για μικρό διάστημα, να τις επαναδιατυπώσει ανάλογα με τις συνθήκες και τους στόχους του, να καταστεί πρόσκαιρος κοινωνός θεωριών, που απλά δικαιολογούν τις πράξεις του. Ουσιαστικά, τόσο οι κοινωνίες, όσο και τα άτομα ιεραρχούν τις ανάγκες τους και, επιδιώκοντας την άμεση ικανοποίησή τους, χωρίς να υποπίπτουν σε γνωστικές ασυμφωνίες, τις επικαλύπτουν με ηθικούς μανδύες, που αλλάζουν συχνότερα και από τις επιταγές της εκάστοτε μόδας.
Οι θεσμοί στη χώρα μας καχύποπτοι, διστακτικοί, άκαμπτοι, διαποτίζονται και οι ίδιοι από αυτή τη λογική. Προκύπτουν ως εξαμβλωματικές αντιγραφές ξένων προτύπων και είτε αναφύονται αδέσποτοι, απομακρυσμένοι από τις ιδιαιτερότητες των Ελλήνων, είτε ασπάζονται το νεωτεριστικό, χωρίς να στηρίζονται σε μια κεντρική ανθρωπιστική ιδέα. Παγιδεύουν την ελεύθερη σκέψη σε διαδικασίες, περιορισμούς, μαιάνδρους παραλλαγών και επικαλυπτόμενων ευθυνών και, ενώ σφραγίζουν με επιμέλεια τις κερκόπορτες, αφήνουν προκλητικά ανοιχτή την κεντρική πύλη των τειχών βορά στον εσωτερικό εχθρό, στον κατακτητή και στους παραχαράκτες της αξιοπρέπειας του λαού μας. Δεν είναι τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν τις τύχες του τόπου, διεφθαρμένα, ούτε ανόητα, ούτε χωρίς επίγνωση των ευθυνών τους. Είναι η περιρρέουσα ρευστή κουλτούρα, ο σχετικισμός της ηθικής, η φιλοσοφία του αθεμελίωτου και του τυχάρπαστου, που προκαλούν την ηθική αφαίμαξη και ομογενοποίηση, όσων εμπλέκονται με τα κοινά.
Η νέα γενιά είναι η μοναδική ελπίδα για αλλαγή. Διαποτισμένη από τις απαξίες μας και πειραματόζωο στα εκπαιδευτικά δρώμενα, έχει ένα χαρακτηριστικό, που τη διακρίνει από τις προηγούμενες: δεν ανέχεται την υποκρισία, έχει κορεστεί από τα υλιστικά πρότυπα των γονιών και επιζητεί το αυτονόητο - την εδραίωση μιας κοσμοθεωρίας, που δεν εγκλωβίζει, αλλά φέρει τον οικουμενισμό, τη διαχρονικότητα και το κύρος του ανθρωπισμού.
*Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Στα περισσότερα ζευγάρια επικρατεί η ψευδαίσθηση πως η εμπιστοσύνη είναι το καθοριστικότερο κριτήριο, στις στέρεες βάσεις του οποίου θα σμιλευτεί η πορεία και η βιωσιμότητα της σχέσης. Χωρίς να υποτιμάται η βαρύνουσα σημασία της, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης χτίζεται με πολύ κόπο, με αλλεπάλληλες δοκιμασίες και καταρρίπτεται εύκολα από λίγες μόνο αστοχίες, χωρίς να είναι εύκολα εφικτή η επαναφορά της.
Οι δεσμοί είναι πολύ πιο σύνθετες διαδικασίες για να στηριχθούν σε παρόμοιους υπεραπλουστευτικούς αφορισμούς και στερεότυπα.
Σχεδόν το 92% των ερωτικών συντρόφων ψεύδονται κατά συνθήκη ή κατά συρροή, αποκρύπτουν πληροφορίες και εν γένει αποφεύγουν τη συζήτηση ορισμένων ευαίσθητων θεμάτων. Τα ψέματα απαιτούν περισσότερη πνευματική ενάργεια σε σύγκριση με την αλήθεια, συσχετίζονται με το επίπεδο ευφυΐας, αποτελούν καλύτερο προγνωστικό δείκτη της, αποκαλύπτονται από τις συναισθηματικές ενδείξεις ευκολότερα απ’ ό,τι με τη λογική.
Οι άνδρες καταφεύγουν σε αυτή την τακτική συχνά, ειδικά εάν πρόκειται να κερδίσουν βραχυπρόθεσμες ενισχύσεις, ενώ οι γυναίκες πολύ πιο εύκολα αποκρύπτουν τα συναισθήματά τους, προσποιούνται και σκηνοθετούν πειστικότερα και περιπλοκότερα τις αποκλίσεις τους από την αλήθεια. Επιπλέον, πολύ περισσότερο είναι διατεθειμένες να χαρακτηρίσουν θετικά άτομα, ενώ δεν το εννοούν, να υποκριθούν αντίθετες θυμικές εκφράσεις και τα ψέματά τους αναφέρονται σε άλλα πρόσωπα, σε αντίθεση με τον εγωκεντρισμό της παραπλανητικής συμπεριφοράς στους άνδρες. Φαίνεται ότι τα αγόρια ηλικίας έξι - οκτώ ετών ψεύδονται πιο συστηματικά σε σύγκριση με τα κορίτσια, στο πλαίσιο της διεκδίκησης. Οι πταίσαντες ερωτικοί σύντροφοι σπάνια αισθάνονται ενοχές για τα ψέματα που είπαν, επειδή γνωρίζουν τα κίνητρα που τους οδήγησαν εκεί και δικαιολογούν εύκολα το παράπτωμα. Οι σκηνές μεταμέλειας είναι τις περισσότερες φορές πλαστές και οι μέθοδοι αποφυγής της τιμωρίας ολοένα και συνθετότερες.
Άραγε, γιατί μία συμπεριφορά με τέτοια συχνότητα εμφάνισης εξοβελίζεται μετά βδελυγμίας και αποτελεί τεκμήριο και πιστοποίηση ενός αβέβαιου μέλλοντος για τη σχέση;
Οι έρευνες αποδεικνύουν ότι οι ερωτευμένοι δεν μπορούν εύκολα να διακρίνουν τα ψεύδη του συντρόφου τους ή εθελοτυφλούν για όσα σε τρίτα πρόσωπα είναι απολύτως φανερά. Μάλιστα, οι τυφλωμένοι από την επιθυμία είναι ικανότεροι να εντοπίζουν ανακρίβειες σε αγνώστους, παρά στο ερώμενο πρόσωπο, του οποίου τα ψεύδη φανερώνονται τυχαία. Ο έρωτας είναι εξιδανίκευση και προβολή.
Καθώς ο ερωτικός οίστρος δυναμώνει, οι σύντροφοι έχουν πολύ περισσότερους λόγους να πουν ψέματα, αλλά η δεξιότητα ευθείας κρίσης καταποντίζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι περίπου το 95% των αναληθειών θα περάσουν απαρατήρητες. Οι άνθρωποι εξαπατούν ευκολότερα τα πρόσωπα που τους εμπιστεύονται.
Τα ψέματα είναι μία τέχνη και τεχνική που μαθαίνεται από την ηλικία των έξι μηνών. Για τα παιδιά είναι πολύ εύκολο να αποφύγουν την τιμωρία διά της πλαγίας αυτής οδού, παρά να μην πουν αλήθεια, για να μην πληγώσουν κάποιον.
Οι ψυχολόγοι είναι πεπεισμένοι ότι τα ψέματα διαχωρίζουν και διαφυλάσσουν την ερωτική σχέση από τις αναπόφευκτες αρνητικές σκέψεις, διατηρούν ένα μέρος της αυτονομίας της προσωπικότητας σε καταστάσεις, που αυτή εκουσίως και άνευ όρων παραδίδεται στο υποκείμενο του πόθου, και παρέχουν την απαραίτητη ένταση, η οποία αναβαθμίζει το ενδιαφέρον. Παρ’ όλα αυτά, η αποκάλυψη της αλήθειας κλονίζει και προκαλεί τριγμούς, που πρέπει να διευθετηθούν άμεσα, ειδάλλως λαμβάνουν ανεπιθύμητες διαστάσεις.
Σύμφωνα με στατιστικές, τα περισσότερα ψεύδη εκστομίζονται από φόβο μήπως η πραγματικότητα, ένα γεγονός ή κάποια τελεσθείσα πράξη διαταράξει τη γαλήνη της σχέσης. Εάν ο σύντροφος είναι επικριτικός, ελεγκτικός και καχύποπτος, η πιθανότητα εξαπάτησης αυξάνεται. Μάλιστα, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να ενισχυθεί με δύο τρόπους: είτε επειδή δεν έγινε αντιληπτή από τον ενδιαφερόμενο και απέδωσε άμεσα συναισθηματικά ή υλικά κέρδη είτε επειδή η αντίδραση του άλλου ήταν τόσο εριστική, που ο φόβος και το άγχος παγίωσαν την πεποίθηση πως ένα ψέμα είναι συμφερότερο από τη διένεξη. Παρατηρήθηκε ότι οι τεχνικές αποσιώπησης και διαστρέβλωσης της αλήθειας με το χρόνο γίνονται ολοένα και πιο εμπεριστατωμένες, ανάλογα με το βαθμό αντίδρασης του συντρόφου και την εμπειρία.
Οι λεκτικές αλληλεπιδράσεις του ζευγαριού συνήθως κατηγοριοποιούνται σε πληροφορίες για συναισθήματα, για την εξουσία ως συστηματική επιρροή, για πόρους (υλικούς και πνευματικούς), για επίλυση προβλημάτων, για τη σεξουαλική δραστηριότητα, για διαδικασίες διεκπεραίωσης, για τις σχέσεις του με άλλα πρόσωπα, για γενικό σχολιασμό γεγονότων και για σχεδιασμό. Το ψέμα είναι η συστηματική αλλοίωση ή απόκρυψη πληροφοριών σε κάποιον από τους παραπάνω τομείς, η οποία, σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής συναλλαγής, διέπεται από τις αρχές της αμοιβαιότητας: Ακόμα κι αν το ψεύδος αγνοηθεί πρόσκαιρα, η επίδρασή του παραμένει και πρέπει να εκτονωθεί.
Οι άνθρωποι τείνουν να απομακρύνονται από όσους δε συνεργάζονται ή παρακρατούν αγαθά και πληροφορίες για τον εαυτό τους. Το ψέμα εν ολίγοις, όταν γίνει φανερό, δημιουργεί τις αναγκαίες συνθήκες ανταγωνισμού και έλλειψης ικανοποίησης που θα οδηγήσουν στην ανταπόδοση ή την αποξένωση. Παράλληλα, επιτείνει την αμφιβολία στην επικοινωνία, αυξάνοντας την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια.
Τα συνηθέστερα ψέματα αφορούν τις παλιές ερωτικές σχέσεις, την αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, ειδικά εάν ανήκουν στο αντίθετο φύλο, δικαιολογίες απομάκρυνσης και διαχείρισης του χρόνου, τις φιλίες και τις σχέσεις με την οικογένεια καταγωγής, τα έξοδα για αγορά αγαθών, τα πολύ προσωπικά συναισθήματα και την πραγματική αντίληψη για τον άλλο. Πολύ συνηθισμένη είναι η απόκρυψη των σεξουαλικών φαντασιώσεων και προτιμήσεων, του αυνανισμού, της αντιπάθειας για φίλους ή την οικογένεια του συντρόφου, της αποστροφής για τις μικρές συνήθειες του άλλου, π.χ. για τον τρόπο που τρώει, για ζητήματα καθαριότητας κ.λπ.. Όλα τα προαναφερθέντα θα ενσκήψουν ως λαίλαπα όταν η σχέση αποκτήσει υπέρμετρη οικειότητα ή οδηγηθεί σε σοβαρή σύγκρουση.
Όσο ειλικρινέστερος θεωρείται ο σύντροφος, τόσο αυξάνεται η προθυμία για συναισθηματική επένδυση, εφόσον οι συνθήκες και η ένταση του έρωτα είναι φυσιολογική. Το ψέμα αυξάνει τη διάθεση για στέρηση πόρων, για επιβολή ορίων, για επανάκτηση της αυτονομίας και για διατήρηση των προνομίων της ελεύθερης ζωής. Η εμφάνισή του είναι δηλωτική της διαπίστωσης ότι η σχέση δεν είναι λειτουργική και η ευθύνη δεν πρέπει να επιρρίπτεται αποκλειστικά στον ψευδόμενο.
Οι ρόλοι στην ερωτική διαδικασία είναι πάντοτε συμπληρωματικοί. Το ψέμα, σε τελική ανάλυση, μπορεί να εκληφθεί ως φόβος για τον ασφυκτικό εναγκαλισμό ενός συντρόφου ή μία κραυγή για περισσότερη προσοχή και αλλαγή.
* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου, ψυχολόγος.
Μια γυναίκα μπορεί να βεβαιώσει πως η ομορφιά έχει θλίψη, ο έρωτας απόγνωση και η οργή ελπίδα.
Δε διστάζει να επικαλεστεί βοήθεια, να παραχωρήσει τον έλεγχο (ξέροντας πως εκείνος που τον διαχειρίζεται, τον κατέχει πέραν πάσης αμφιβολίας), να αναζητήσει στήριξη, να αποδεχτεί προστασία. Συγκατανεύει στα δώρα για να κολακέψει το ναρκισσισμό της, ενώ υποσυνείδητα σκέπτεται πως αυτό αποτελεί προσπάθεια εξαγοράς από τον αφελή θαυμαστή της. Ο ανταγωνισμός είναι εσωτερική γυναικεία υπόθεση και πολυεπίπεδη. Γίνονται όμορφες, όχι για να προσελκύσουν τους άνδρες, αλλά για να προκαλέσουν τις υπόλοιπες. Η κάθε μία μπορεί να εκφέρει μια αδιαπραγμάτευτη άποψη περί αισθητικής και να εξαπολύσει μύδρους για τις ενδυματολογικές επιλογές της άλλης. Γνωρίζει πως εκ φύσεως έχει το προνόμιο της ερωτικής επιλογής, αφήνει όμως τους άνδρες να υπερηφανεύονται για το αντίστροφο. Οι ορμόνες επηρεάζουν εμφανώς τη διάθεσή της, ενώ αφήνουν ανεπηρέαστους τους άρρενες, οι οποίοι καλούνται να αποκρυπτογραφήσουν τα σημάδια του σώματος, έτοιμοι να υποστούν τις συνέπειες στην πιθανότατη αστοχία πρόβλεψης. Η διάθεση ούτως ή άλλως είναι κυκλοθυμική και επιρρεπής σε ανερμήνευτες μεταβολές, χωρίς προφανή εξωτερικό λόγο. Μια αρνητική σκέψη, μια πικρή ανάμνηση, μια επιπόλαια λεκτική παρασπονδία ή επιπολαιότητα του συνοδού είναι αρκετή, για να προκαλέσει την μήνιν και το συνεπακόλουθο κολασμό του ενόχου. Όμως δε θα απαγγείλει η ίδια την ετυμηγορία: Ο ακούσιος πταίστης θα εγκαταλειφθεί στο έλεος της σιωπής και της γκρίνιας, έως ότου η μάντιδα δάφνα σταθεί αρωγός σε επιτυχή χρησμό.
- Τα όρια στις γυναίκες είναι δυσδιάκριτα. Τα πάντα συσχετίζονται με όλα και η επίλυση των προβλημάτων εδράζεται στο συναισθηματικό τμήμα του εγκεφάλου, σε αντίθεση με την πανίσχυρη πλευρίωση και εξειδίκευση των ανδρών. Διορατικές και ευφάνταστες, είναι γενετικά προικισμένες με μια ζηλευτή ικανότητα: Να μπορούν να επεξεργάζονται ταυτόχρονα πολλές καταστάσεις, να ασχολούνται παράλληλα με διαφορετικά πράγματα και να το πράττουν επιτυχώς, καταλείποντας στην έκπληξη το μη έμπειρο παρατηρητή των θηλέων. Αντίθετα, το δυνατό προβάδισμα των ανδρών στην κατάτμηση, στη σύνοψη και στον επιμερισμό, στην επαγωγική λογική και στην ορθολογική εξαγωγή συμπερασμάτων, φαίνεται να μη βοηθά στα πολυπαραγοντικά μοντέλα επικοινωνίας των γυναικών.
- Η άρτια και ελκυστική εξωτερική εμφάνιση αποτελεί το μέγιστο διεγερτικό για τους άνδρες, όσον αφορά στην ερωτική διέγερση. Η τεκμηρίωση της καλλονής εγγυάται πως όλα τα υπόλοιπα θα κριθούν με επιείκεια και συγκαταβατικότητα. Η συλλογιστική του ωραίου διέπει συνολικά την κουλτούρα της σεξουαλικής φιλολογίας, σε συνδυασμό με ιεροτελεστίες και αγωνίσματα μύησης, που πρέπει επιτυχώς να υπερκεραστούν, για να πιστοποιήσουν την αρρενωπότητα του επίδοξου κυνηγού. Στις γυναίκες, η καθολικότητα της εικόνας του άλλου παίζει ύψιστο ρόλο: Στην αδέκαστη ζυγαριά βαρύνει τόσο η εμφάνιση στην πιο απίθανη λεπτομέρειά της, και ως ταύτιση με εσωτερικευμένα πρότυπα, όσο και η αίσθηση δύναμης, με τις πολυποίκιλες διαστάσεις της - εξουσία, χρήμα, αλήτικη και ατιθάσευτη συμπεριφορά, σωματική ρώμη, αλλά ακόμα και τα αντίθετά τους, αρκεί να διασφαλίζουν την αποκλειστικότητα και τη φενάκη της διαχρονικότητας. Θελκτικότατος, απροσμάχητος αν και μη ρεαλιστικός εραστής, εκείνος που θα πείσει ότι διαφέρει, που θα συνδυάσει ετερόκλητες ιδιότητες, όπως ευαισθησία με πυγμή, ενόραση με στρατηγικό σχεδιασμό, ανεξαρτησία και εθελούσια παράδοση, πρωτοβουλία και συναίνεση, ασφάλεια και αναστάτωση, αλλά πρωτίστως εκείνος που θα κάνει μια γυναίκα να αισθανθεί μοναδική και αναντικατάστατη. Μα αριστεύς στις ερωτικές προτιμήσεις, εκείνος που θα αγνοήσει, θα πληγώσει, θα καθυποτάξει και θα ακυρώσει το «είναι» μιας γυναίκας, αυτός που θα την υποβιβάσει σε αντικείμενο και θα αγνοήσει την αξιοπρέπειά της. Μια γυναίκα ενδίδει μία μόνο φορά σε μία τέτοια ακρότητα. Οι άνδρες διαρκώς.
- Ευάλωτα θύματα της κατάθλιψης οι γυναίκες, αντιλαμβάνονται πιο επώδυνα το πέρασμα του χρόνου, ανάλογα με την απώλεια της ομορφιάς, και δεν έχουν τόσες διεξόδους εκτόνωσης όσες οι άρρενες. Φτάνουν με πιο επικίνδυνο τρόπο στα όρια, σκηνοθετούν, σχεδιάζουν και αποκαλύπτουν σε όποιον θέλουν την πεμπτουσία τους. Και τις πιο πολλές φορές αγνοούν πως κάθε άνδρας γεννιέται και μεγαλώνει με μία βασική αρχετυπική οδηγία: Να υπακούει σε μία γυναίκα, είτε αυτή είναι η μητέρα του είτε ο εμπνευστής των πόθων του.
* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου, ψυχολόγος.
Η ταξινόμηση των ειδών σύγκρουσης εξαρτάται από το θεωρητικό υπόβαθρο υπό το οποίο εξετάζονται. Μια διαφορετική προσέγγιση κατηγοριοποιεί τις οικογενειακές διαμάχες στις παρακάτω μορφές:
Αποφυγή σύγκρουσης: Ενώ υπάρχουν παράγοντες που αποτελούν αίτια σύγκρουσης, τα μέλη της οικογένειας προσπαθούν να την αποφύγουν, επειδή πιστεύουν ότι θα είναι ολέθρια για τις σχέσεις τους. Η αντιμετώπιση αυτή δεν εκτονώνει τη συναισθηματική ενέργεια, η οποία διοχετεύεται σε μηχανισμούς άμυνας. Συνήθως τέτοιες σχέσεις κάνουν άτομα που προέρχονται από υπερπροστατευτικά περιβάλλοντα.
Αποφυγή σύγκρουσης και υποταγή στις επιθυμίες του άλλου: Οι σχέσεις αυτού του τύπου γίνονται από άτομα με υψηλό υπερεγώ, που για να αποφύγουν τις ενοχές, αδιαφορούν για τις δικές τους επιθυμίες και υποτάσσονται στις θελήσεις των υπολοίπων μελών. Παλιότερα η κοινωνική θέση της γυναίκας επέβαλλε αυτού του είδους την αντιμετώπιση. Εάν η οικογένεια καταγωγής δεν προάγει το διάλογο ή είναι υπερβολικά προστατευτική, μπορεί να προπαρασκευάσει απογόνους που παρουσιάζουν αυτόν τον τύπο αντίδρασης. Δεδομένου ότι κάθε πρόβλημα είναι συσσωρευμένη ενέργεια και ο τρόπος αυτός δε διασφαλίζει την εκτόνωση, το κλίμα που αναπτύσσεται μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη ή ριζοσπαστικές λύσεις, που θα διακυβεύσουν τη συνοχή της οικογένειας.
Ανταγωνιστική σύγκρουση: Συνήθως παρουσιάζονται ανάμεσα σε συζύγους που διαθέτουν την ίδια ισχύ και προσπαθούν με δυναμικές στρατηγικές να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους με κάθε τίμημα. Ο άλλος θεωρείται αντίπαλος, που πρέπει να ηττηθεί με κάθε τρόπο, ακόμα και με απειλές, εκβιασμούς και διαρκείς οχλήσεις. Στις συγκρούσεις αυτές δεν υπάρχει νικητής ή τουλάχιστον αναδεικνύεται ένας φαινομενικός τροπαιούχος και οι σύζυγοι καταλήγουν ηττημένοι ή διαλύουν τη σχέση τους. Στο είδος αυτό της σύγκρουσης συνήθως προσφεύγουν ανασφαλή άτομα, με έντονο εγωισμό, που προέρχονται από πλουραλιστικές οικογένειες, χωρίς αυστηρή γονεϊκή εξουσία, όπου κυριαρχούσε η ισχυρή επιχειρηματολογία αντί της γόνιμης συζήτησης.
Συγκρούσεις με αυξημένη έκφραση συναισθήματος: Αυτό που προέχει στα άτομα που εμπλέκονται σε συγκρούσεις με υψηλή συναισθηματική φόρτιση, είναι να εκφράσουν πάση θυσία όσα νιώθουν, ακόμα κι αν έτσι δεν πρόκειται να επιτευχθούν οι στόχοι τους ή να λυθούν τα προβλήματα της οικογένειας. Είναι συχνή επιλογή ατόμων που χρήζουν φροντίδας και προσοχής και πολλές φορές εφευρίσκουν προβλήματα κυρίως για να εισακουστούν από το σύντροφό τους και να εισπράξουν την επιμέλεια που έχουν στερηθεί.
Συνθετική σύγκρουση: Στο είδος αυτό της σύγκρουσης τα μέλη ενδιαφέρονται για την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών, αλλά ταυτόχρονα δεν κωφεύουν στις προτεραιότητες των υπολοίπων. Προέχει η ανοιχτή συζήτηση των προβλημάτων με απώτερο στόχο όχι τη νίκη ή την ήττα ενός εκ των μερών, αλλά η κατάληξη σε μία ικανοποιητική για όλους λύση. Οι συγκρούσεις στην περίπτωση αυτή είναι παραγωγικές και εμπλουτίζουν την οικογένεια με μηχανισμούς και εμπειρία στην αντιμετώπιση κρίσεων.
Συμβιβαστική σύγκρουση: Άτομα που επιδεικνύουν μέση φροντίδα για τις δικές τους ανάγκες, αλλά και για τις ανάγκες των υπολοίπων, συνήθως συμβιβάζονται υιοθετώντας μια μέση λύση, που τελικά δεν ικανοποιεί απόλυτα κανέναν. Διαφαίνονται υψηλά επίπεδα διαλόγου και επικοινωνίας μέχρι να διατυπωθεί η μετριοπαθέστερη οδός, με την οποία θα συμφωνήσουν όλοι. Το ανησυχητικό είναι ότι η συστηματική επιλογή τέτοιων λύσεων μειώνει την ευχαρίστηση από τη συμβίωση και αλλοιώνει τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.
Σύγκρουση μέσω αδιαφορίας: Ενώ τα μέλη φαινομενικά αποφεύγουν τη σύγκρουση, εντούτοις διατηρούν πολλά αρνητικά συναισθήματα για την προβληματική κατάσταση που επικρατεί, τα οποία εκφράζουν ακόμα και έξω από την οικογένεια, όταν δίνεται η ευκαιρία. Η σύγκρουση χαρακτηρίζεται από περιστασιακές επιθέσεις, που εναλλάσσονται με αδιαφορία. Για παράδειγμα μία σύζυγος, που δεν είναι ευχαριστημένη με τα επαγγελματικά και οικονομικά επιτεύγματα του άνδρα της, αλλά παράλληλα δεν επιχειρεί να τον μειώνει διαρκώς, μπορεί να προβαίνει σε ευκαιριακές φραστικές επιθέσεις ή παράπονα, τα οποία ενδεχομένως να εκφράζονται πιο έντονα σε φίλες ή σε συγγενείς της. Το πρόβλημα δεν τίθεται σοβαρά ποτέ επί τάπητος και διαιωνίζεται, επειδή έπονται περίοδοι αδιαφορίας.
Σύγκρουση με εμπλοκή τρίτων μερών: Αν τα μέλη έχουν υψηλή συναισθηματική φόρτιση, αλλά δεν επιτυγχάνεται λύση των προβλημάτων, μπορούν να καταφύγουν σε εξωτερική βοήθεια, για να δουν το πρόβλημά τους υπό διαφορετική προοπτική.
Αν τα χρόνια συμβίωσης συνεχιστούν, χωρίς να υπάρξει αλλαγή στον τρόπο επικοινωνίας, είτε εξαιτίας της ακλόνητης πεποίθησης των συντρόφων για βελτίωση είτε με παρέμβαση ειδικού, το συγκρουσιακό κλίμα μπορεί να μετατραπεί σε στάση και άκαμπτη συμπεριφορά. Τα ζευγάρια, που μετά από πολλές προσπάθειες συμφιλίωσης αποτυγχάνουν να βρουν το σημείο ισορροπίας, διδάσκονται, μέσω της αρνητικής ενίσχυσης, ότι κάθε εγχείρημα αποτροπής του πολεμικού σκηνικού είναι μάταιη, βραχυπρόθεσμη και τελικά μη ειλικρινής. Δυστυχώς, ανάμεσα στην πρόθεση για αλλαγή και στην de facto μεταστροφή παρεμβάλλονται τα συστατικά των στάσεων, που είναι δυσχερέστερο και περιπλοκότερο να αναπλαισιωθούν.
* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Η έννοια της αξιολόγησης των εργαζομένων, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα, που κατά καιρούς έχει προκαλέσει διαφωνίες και συγκρούσεις μεταξύ εργοδοτών και υπαλλήλων.
Είναι μια έννοια που αδίκως έχει συνδεθεί με την αύξηση ή μείωση του μισθού, την παροχή αδειών, ενώ θα έπρεπε να συσχετισθεί με τη διά βίου εκπαίδευση και επιμόρφωση των εργαζομένων. Η αξιολόγηση πρέπει να είναι πολύπλευρη, υπό την έννοια ότι είναι η συνισταμένη πορισμάτων που προέρχονται από αυτοαξιολογήσεις, αξιολογήσεις υφισταμένων, συναδέλφων και ανωτέρων, από ποσοτικές και ποιοτικές διαστάσεις μια πληθώρας μεταβλητών, που είτε είναι άμεσες και σχετικές με το αντικείμενο είτε έμμεσες και αφορούν παράπλευρες δεξιότητες, όπως επικοινωνία, οι ηγετικές ικανότητες, η ομαδικότητα, η δημιουργικότητα κ.λπ.. Πρέπει να αποφεύγει υποκειμενικές κρίσεις και γενικές διαπιστώσεις και να αντικατοπτρίζει τη διάρκεια της απόδοσης και όχι αποσπασματικά τμήματά της. Η αξιολόγηση γίνεται από εξειδικευμένους επιστήμονες κοινωνικής ή ανθρωπιστικής κατεύθυνσης, με κριτήρια σαφώς προσδιορισμένα, τα οποία άπτονται των στόχων και της πολιτικής της εταιρείας. Η αξιολόγηση της απόδοσης είναι μια επίσημη εκτίμηση του έργου των υπαλλήλων ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αναφέρεται στην αναλυτική περιγραφή και βαθμολόγηση των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την επιτυχή εκτέλεση μιας εργασίας ή μερών αυτής. Μπορεί να αναφέρεται, επίσης, σε συνολική αξιολόγηση των χαρακτηριστικών ενός υπαλλήλου, μιας ομάδας εργασίας ή ενός ολόκληρου τμήματος μιας εταιρείας. Η αξιολόγηση της απόδοσης εμπερικλείει δύο διακριτές διαδικασίες: την παρατήρηση της εργασιακής συμπεριφοράς και την αντικειμενική εκτίμησή της. Η διαδικασία παρατήρησης περιλαμβάνει τον εντοπισμό, την αντίληψη, την ανάκληση και την αναγνώριση συγκεκριμένων εργασιακών συμπεριφορών, ενώ η διαδικασία της αντικειμενικής εκτίμησης περιλαμβάνει την κατηγοριοποίηση, την ταξινόμηση, την ενσωμάτωση και την κρίση των πληροφοριών που συλλέχθηκαν.
Στην πράξη, η παρατήρηση και η κρίση αντιπροσωπεύουν τα τελευταία στοιχεία μιας τριμερούς ακολουθίας. Το πρώτο μέρος αφορά την περιγραφή της εργασίας και τις προσωπικές δεξιότητες, που απαιτούνται από τη δουλειά. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στις περιγραφές σχετικά με τις ελλείψεις και τα προσόντα που έχει ο κάθε εργαζόμενος. Στο τρίτο μέρος διαμορφώνεται το επιθυμητό επίπεδο ποιότητας σε πραξιακό επίπεδο, δηλαδή πώς οι ικανότητες ενός υπαλλήλου μπορούν να εφαρμοστούν στην καθημερινή πρακτική. Τα κριτήρια της απόδοσης καθορίζονται από την εταιρεία και αποτελούν τη σταθερή και μόνιμη βάση πρόσληψης και αξιολόγησης των υπαλλήλων.
Έχει βρεθεί ότι σε επιχειρήσεις στις οποίες καταγγέλλονται περιπτώσεις διακρίσεων και μεροληπτικής συμπεριφοράς, κατά κανόνα λείπουν αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης. Είναι φανερό ότι η αξιολόγηση είναι μια σύνθετη διαδικασία, που περιλαμβάνει ένα πλήθος γνωστικών δεξιοτήτων, ψυχολογικών διεργασιών και επιστημονικής αξιοποίησής τους μέσω έγκυρων, αδιάβλητων και αξιόπιστων μετρήσεων. Εξ ορισμού η αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνεται από ένα μόνο άτομο, αλλά από μια ομάδα υπευθύνων, τόσο από το χώρο της εταιρείας όσο και από εξωτερικούς συνεργάτες, οι οποίοι θα μπορούν να παράγουν, να αναλύουν και να ερμηνεύουν δεδομένα από πολλές πηγές με υψηλό δείκτη αξιοπιστίας.
Για να γίνει η αξιολόγηση, πρέπει να υπάρχει ένα αναθεωρημένο και αντικειμενικό σύστημα περιγραφής εργασιών. Οι περιγραφές αυτές είναι κατά κανόνα συμπεριφοριστικής μορφής. Οι σύνθετες εργασίες αναλύονται σε επιμέρους καθήκοντα με την απλούστερη δυνατή μορφή (π.χ. η δεξιότητα «καλή χρήση Η/Υ» στερείται νοήματος). Ο υπεύθυνος αξιολογητής πρέπει να γνωστοποιεί στον υπάλληλο τι εννοεί λέγοντας «καλή χρήση». Επί παραδείγματι, θα πρέπει να διευκρινίζει ποια προγράμματα θεωρεί σκόπιμο να χειρίζεται ο εργαζόμενος (π.χ Microsoft Office, SPSS κ.λπ.), σε πόσο χρόνο έχει την απαίτηση να διεκπεραιώνεται μια υπολογιστική εργασία, τι βαθμό ποιότητας πρέπει να έχει αυτή και πώς απαιτεί να γίνεται η παρουσίασή της. Πρέπει να καθορίζονται επαρκώς οι εργασιακές συμπεριφορές που θεωρούνται πλημμελείς, μέτριες και υψηλού επιπέδου, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που μπορούν να μεγιστοποιήσουν ή να επιβραδύνουν την απόδοση των εργαζομένων. Πρέπει να γίνει κατανοητό στους αξιολογητές ότι είναι μύθος η ύπαρξη καλών ή κακών υπαλλήλων: όλοι οι εργαζόμενοι έχουν καλές και κακές συμπεριφορές, στιγμές δημιουργικότητας και αδράνειας, ενώ η απόδοσή τους επηρεάζεται από μη ελέγξιμους παράγοντες, όπως η ισορροπία στην οικογενειακή ζωή, συναισθηματικό κλίμα της επιχείρησης, εμπειρίες και συμβάντα ζωής.
* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΜΥΤΙΛΗΝΗ 81100
Γιατί να μας προτιμήσετε
Διαφημιστείτε σε εμάς