Πού να περπατήσω τούτη του Ιουλίου τη βραδιά;
Δίπλα στου Αιγαίου τις εσχατιές κι ας ήταν η αρχαία γέννηση και της ψυχής η απαρχή μας;
Εκεί να τρέξω, που της Μικράς Ασίας η δροσιά με της Ανατολής φλογίσματα κατοπτρίζει το πύρωμα της μέρας;
Σε ποια μέρη να βρεθώ;
Εκεί, που των άλλων πόλεων τα φώτα συνωμοτούν με πανσέληνους πορφυρές την πυρκαγιά της Σμύρνης στους ορίζοντες να αναπαραστήσουν;
Και κει, που των παλιών κραυγών τους αντίλαλους, οι νύχτες στου τζιτζικιού τους κώδικες ενσωματώνουν;
Πού να περπατήσω τον Ιούλιο αυτό;
Στις χαμένες πατρίδες του χρόνου να σε αναζητήσω κι ας έχεις για πάντα φύγει;
Ολοζώντανη, φορώντας τα καλά σου, να ετοιμάζεσαι το καλοκαιρινό στερέωμα να ατενίσεις;
Και ο γαλαξίας να υποκλίνεται χαμηλά στη θάλασσα με αστρόσκονη κι αρμύρα να τον χαϊδέψεις
Πού να περπατήσω, που αν ελάχιστα ανοίξω τα βλέφαρα όλα θα πάψουν να υπάρχουν
Ευστράτιος Παπάνης
Μύρο μ’αέρινο σταυρό θα ρίξω πριν γυρίσω
Στης Μυτιλήνης τον λαιμό ξανά να σ’αγαπήσω
Ξένα παιδιά κουρνιάσανε στα σπάργανα τα μαύρα
Κι έγινε ένα ο καημός με τη θαλάσσια αύρα
Σταυραετοί μεσ’ τις ελιές θα στήσουνε καρτέρι
Μ’ένα συμβούλιο πρωινό να φέρουν καλοκαίρι
Θα πουν, θα πουν εννέα μυστικά μα ένα θα το κρύψουν
Θα δουν, θα δούνε μήπως βιαστικά τον χρόνο να κυλίσουν
Οι μέρες είναι πια χρυσές, ο χρόνος έχει κέφια
Ζουρνάδες τον τρελλαίνουνε και του βαρούν τα ντέφια
Το μυστικό που κρύφτηκε ποτέ δεν ησυχάζει
Μέσα απ’τη μνήμη του νερού τον πόνο λογαριάζει
Σταυραετοί μεσ’ τις ελιές θα στήσουνε καρτέρι
Μ’ένα συμβούλιο πρωινό να φέρουν καλοκαίρι
Θα πουν, θα πουν εννέα μυστικά μα ένα θα το κρύψουν
Θα δουν, θα δούνε μήπως βιαστικά τον χρόνο να κυλίσουν
Θα φτάσει μία στιγμή στη ζωή σου, που τα αυτονόητα και οι σταθερές, που με τόση υπεροψία σε έκαναν να αντιμετωπίζεις την καθημερινότητα, θα καταρρεύσουν.
Ακόμα και οι αγαπημένοι, ανήμποροι ή απόντες πια, δε θα μπορούν να τροφοδοτήσουν τις βεβαιότητές σου. Είναι οι καιροί, που θα βρεθείς αντιμέτωπος με τη θνητότητα, η τρομερή ώρα, που συνειδητοποιείς πως τα θεμέλια και τα στηρίγματα και τα γερά ντουβάρια της ύπαρξής σου ποτέ δεν είχαν στερεωθεί στον κόσμο τούτο.
Πάντα αλλού ήταν η πατρίδα, αλλά εσύ πέρασες για ιερά χώματα τόπους άξενους κι οδυνηρούς και πρόσκαιρους. Τότε θα καταλάβεις πως όλα τα σχέδια και τα όνειρα, που έκανες, δεν ήταν παρά νερομπογιές πάνω σε πλαστικό, που ξέφτισαν στο χρόνο, κι ανακατεύτηκαν τα χρώματα και έσβησαν τα νοήματα, σαν αγιογραφίες σε εκκλησάκια ερειπωμένα, σαν αγάπες παλιές, που τις αναπολείς χωρίς το συναίσθημα και τον παλμό και τους αναστεναγμούς, που τις είχαν γεννήσει.
Κι απορείς πώς τόσο ρίγος και πνοή ξοδεύτηκαν στα ανούσια, κι ας νόμιζες πως θα ανέβλυζαν ορμητικά κι αέναα και ας σε είχαν πείσει πως γι αυτά αξίζει να αγωνίζεσαι, σα μια σφαγή, που έγινε μόνο για να τηρηθούν τα προσχήματα και να διαιωνιστεί η υποκρισία. Όταν θα νιώσεις πρόσφυγας στη ζωή, η αιωνιότητα σου φανερώνει τις αληθινές της πύλες. Κι όλα όσα κάποτε για αθάνατα σου παρουσιάστηκαν, τώρα πια μοιάζουν με πλάνες και σκιρτήματα φευγαλέα. Όταν ο ουρανός θα σου είναι πιο οικείος από τη γη, έχει φτάσει η ώρα να ξαναβαπτισθείς σε λυτρωτικές αλήθειες.
«... Γιατί προτιμότερο είναι να μείνουν μια ανάμνηση που θα χαθεί, μόλις ξημερώσει ο νέος αιώνας, παρά χείλη βέβηλα ή ανίδεα να τα ιστορήσουν...»
Στον παππού μου, Στρατή Παπάνη, τρία χρόνια μετά...
Κόσμος πολύς συνέρρεε στη γιορτή δίπλα στο ποτάμι.
Κι ήτανε τούτη η νεαρή βραδιά του Ιούλη από εκείνες που κρυφόμπαιναν στα μάτια, στη μύτη, στην καρδιά, σαν αύρα, σαν ευωδιά, σα δέηση. Που πλάνευαν τις αισθήσεις και φτερουγούσαν στη σκέψη, για να στιγματίσουν ανεξάληπτα τους αυτοπροσδιορισμούς και να παρασταθούν στις ανωφέλετες εσχατιές του βίου, που θα ενδώσει, μόλις το σώμα, ρίψασπις, προσκυνήσει το χειμώνα του χρόνου.
Και έτσι αυτή η ελάχιστη ώρα αναβαπτίστηκε στην πιο απόκοσμη κι απρομελέτητη νυχτωδία. Και η ψυχή αποκαμωμένη κάποτε θα τη διηγηθεί στον Πλάστη της, όταν ρωτήσει: «Άξιζε τον κόπο η ζωή και το κορμί που σου χάρισα; Μού ‘μοιασες, θύμωσες, έκλαψες, οργίστηκες, πόνεσες, αγάπησες, έγινες όλα όσα θέλησα να είσαι;»
Γλεντούσε κι η φύση μαζί και πρόσταζε τα άστρα της να πλησιάσουν τους ανθρώπους, να φέξουν τις χαρές και τις οδύνες τους και να κατοπτρίσουν την εικόνα σε κάθε γωνιά του στερεώματος - γιατί εκείνη τη νύχτα του Ιούλη γιόρταζε το πιο τραγικό και μονάκριβο δημιούργημά της, το μόνο που έμαθε να κεντά το περαστικό και το αιώνιο, να συμφιλιώνει το θάνατο με τη ζωή, να εφευρίσκει επιλογές μέσα στα αδιέξοδα, να είναι μέλι και θηρίο ταυτόχρονα, το μοναδικό, που δέχτηκε να πληρώνει τίμημα βαρύτερο από τις αντοχές του, για να συνθέτει την αρμονία μέσα από τις αντινομίες του.
Γιατί το σύμπαν λίγο το δημιουργεί ο Θεός με το Λόγο Του και λίγο ο άνθρωπος το χτίζει, στοιχειώνοντας στα θεμέλια τους νεκρούς του.
Στο σπίτι του παππού μου, του μουσικού, στην Αγιάσο οι προετοιμασίες και οι συνεννοήσεις είχαν ξεκινήσει από νωρίς και οι φωνές της γιαγιάς αντηχούσαν στη γειτονιά... Πήρες ετούτο, ξέχασες το άλλο, πρόσεχε μη σε γελάσουν πάλι στη μοιρασιά. Και φορτωνόταν στην πλάτη ο παππούς μου, πότε το ακορντεόν, πότε το αρμόνιο, πότε το βιολοντσέλο, το εμφώνιο και αργότερα κάτι τεράστια ηχεία, με κουμπιά πολλά και ήχους εκκωφαντικούς και κατάστρωνε με τους υπόλοιπους την πορεία προς το πανηγύρι. Γιατί κάθε μουσικός, που σεβόταν τον εαυτό του, έπρεπε να μάθει, άλλοτε αυτοδίδακτος κι άλλοτε από τους παλιότερους, πολλά όργανα, πνευστά, έγχορδα, κρουστά, τα πάντα, ανάλογα με το συρμό της εποχής και τις ανάγκες της κομπανίας. Σε αυτά πάνω έτρωγε, έπινε, μεθούσε, καθώς έπαιζε, και αυτά κρατώντας καταλάβαινε πως οι μέρες του στη γη είχαν τελειώσει. Στα ακίνητα δωμάτια του σπιτιού ακόμα και τώρα οι έρημες νότες από τις πρόβες σημαίνουν το οριστικό, το έσχατο προσκλητήριο.
Τα καλοκαίρια τούς φώναζαν σε όλα τα χωριά της Λέσβου, σε κάθε πανηγύρι και σύναξη να παίξουν τους σκοπούς τους και να ανταγωνιστούν μεταξύ τους στην ένταση, στη δεξιοτεχνία, στα σόλα, στο ρεπερτόριο, στην αναγνώριση. Κέρδη σίγουρα και διασφαλισμένα δεν υπήρχαν. Οι συμφωνίες με τα καφενεία περιορίζονταν στην αρχή της αμοιβαιότητας: Η μουσική θα έφερνε κόσμο στο μαγαζί και όσοι μερακλώνονταν ή ήθελαν με το χορό να διαλαλήσουν το αντριλίκι, να εκτονώσουν το μεθύσι, να ενδυναμώσουν το ερωτικό κάλεσμα, θα έριχναν ό,τι νόμιζαν στους καλλιτέχνες. Καβγάδες συχνοί και με χίλιες αφορμές για τη σειρά, για την παραγγελιά, για κουβέντες που απερίσκεπτα εκστομίζονταν, για τη μαγκιά, για την κοπέλα του διπλανού, που πάντα πιο θελκτική και ποθεινή αποδεικνυόταν.
Αλλά ο μουσικός ανεπηρέαστος έπρεπε απρόσκοπτα να συνεχίζει, να επιλέγει το ρυθμό, ανάλογα με το διαπληκτισμό, να αναδεικνύει τα μήλα της έριδος, να επικαλείται το φιλότιμο και να τους ωθεί να ρίξουν περισσότερα χρήματα στο τέλος, πιστοποιώντας την αξιοσύνη, το φιλότιμο και την επικράτηση.
Και να οι αμανέδες, οι απτάλικοι, οι συρτοί, τα ζεϊμπέκικα, οι μελωδίες από τη Μικρασία, με τα παράξενα ονόματα, τα ξύλα, η Αϊσέ, ο κιόρογλου, που ξεμάκραιναν από το πανηγύρι και ξεχύνονταν στους μπαξέδες, στα περιβόλια, στα ξωκκλήσια με τα παρατημένα νεκροταφεία, στη θύμηση που μια πονά και μια παρηγορεί, μαζί με τα φώτα τα λικνιστικά, τις μυρωδιές από τα ψητά και τις φωνές των πραματευτάδων και το μαλλί της γριάς.
Και επέστρεφαν κουβαλώντας αναστημένους βυζαντινούς χωρικούς, πανηγυριστές χρόνων αλλοτινών και παραμύθια βουτηγμένα στους πόθους και τα βάσανα των πρωτινών. Σπονδή η μουσική και η γιορτή και η χαρά στη μοίρα και στην αναγέννηση, εκεί στο λησμονημένο πανηγύρι της ανατολής και τάμα για καρτερία, για τύχη και εξιλέωση.
Το πάλκο, που έπαιζαν, σκηνικό τραγωδίας αρχέγονης, το επίκεντρο της προσοχής και της ματιάς, που φευγαλέα, ένοχη και γεμάτη προσμονή έπεφτε στο πρόσωπο του κοριτσιού, που θα την λύτρωνε ή θα την βύθιζε στην ντροπή. Και δεκάδες γυναίκες από τις γειτονιές να πλαισιώνουν σα δευτεραγωνιστές τα πεζούλια των καφενείων και την ορχήστρα, σχολιάζοντας, παρατηρώντας, πλέκοντας με την απλότητα και την ανωνυμία τους το περίτεχνο τέμπλο του πιο αγέρωχου, δοξαστικού ναού.
Υπήρχαν φορές, που κανείς δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να ξεκινήσει το ξεφάντωμα. Και εμείς που στεκόμαστε δίπλα τους, ακούγαμε τις αγχωμένες οδηγίες των μουσικών να παίξουν τις πιο εξεγερτικές μελωδίες, να τους οδηγήσουν με τα δοκιμασμένα τραγούδια στην έξαψη και στις φρενήρεις φιγούρες των σκοπών. Κι όταν ούτε αυτό έπιανε, πλήρωναν κρυφά κάποιον να ξεκινήσει το χορό και τότε ήξεραν πως ο κόσμος θα ξεθάρρευε και θα ακολουθούσε. Κάποτε, όταν οι περισσότεροι είχαν αποχωρήσει από το πανηγύρι και πίσω έμεναν οι οργανοπαίκτες ακούραστοι και μερικοί φιλόσοφοι του πιοτού συνέχιζαν να παίζουν μέχρι την αυγή. Μερικοί παράγγελναν το νεκρώσιμο της Αγιάσου, που σαν το ακούει κανείς, νομίζει πως παίρνει μέρος σε λιτανεία χαρμόσυνη και λυπητερή, το βαλς ακολουθώντας το εξόδιο.
Περίοδοι ισχνών αγελάδων για τους μουσικούς η εποχή της Σαρακοστής, του λιομαζώματος, του χειμώνα και αναπάντεχης ευμάρειας το καλοκαίρι, που λες και ξαλάφρωνε η καρδιά των ανθρώπων και ήθελε με συγχορδίες και με όργανα να εξαϋλωθεί, να εξορκίσει τη φτώχεια, να αντλήσει δύναμη από τα σολ ματζόρε και τα μι μινόρε, για να πορευτεί εξαγνισμένος προς τους σκοπούς της ελιάς και της γης και μιας ζωής που δεν τους χαρίστηκε.
Οι περισσότεροι από την κομπανία του παππού μου έχουν φύγει. Μα πήραν μαζί τους τα πανηγύρια και την αυθεντικότητα, τη μουσική, τις καντάδες, τα τανγκό, τη ζεστασιά και την τέχνη μιας εποχής, που συντρόφευε με τραγούδια τις χαρμολύπες της. Και είμαι σίγουρος πως εκεί πάνω που βρίσκονται, ο Θεός, όταν είναι στις καλές του, τους παραγγέλνει κι Αυτός έναν αγιασώτικο, παλιό σκοπό, για να διαφεντέψει με σοφία την πλάση του.
Έρχεται η ώρα στη ζωή του ανθρώπου που οι ιδιότητες και οι κοινωνικοί ρόλοι - αλήθεια, με πόσες ματαιώσεις και προφάσεις και πνοή δεν αποκτήθηκαν - αρχίζουν να ασθμαίνουν το βήμα και να ζητούν την αποκαθήλωσή τους.
Είναι εκείνο το δειλινό που, καθώς ο ήλιος πυρπολεί την ανάμνηση και τον αβέβαιο ορίζοντα, ο νους δραπέτης αναμετρά τα περασμένα και ζητιανεύει στα μελλούμενα. Η μέρα απεκδύεται τα προσχήματα και τα χρώματα της νύχτας που επελαύνει, αντί να μαλακώνουν το άλγος, προοιωνίζουν το έρεβος της ανείπωτης οδύνης.
Και τότε, φερμένες από την αύρα τη μυρωμένη της αδέκαστης θάλασσας, ακούς να συνοδοιπορούν η ψυχή με τη Λάχεση, με αποτρόπαιο φορτίο στα χέρια τους τις νεκρές σου επιλογές και την ετυμηγορία όλων όσα προοριζόσουν να γίνεις και τα αρνήθηκες.
Τις βλέπεις να συντροφεύουν την εκδίκηση των ανθρώπων που αγνόησες στην ξέφρενη πορεία για καταξίωση, να συμμαχούν με τη θλίψη των απρόφερτων «σ’ αγαπώ» μιας συγκυρίας που τα εκλιπαρούσε, και να συμπορεύονται με τους στεναγμούς εκείνων που λιγόστεψαν τόσο απότομα, χωρίς να εξιλεωθούν και χωρίς να συγκατανεύσουν.
Με βία παραμερίζουν τα επιχειρήματα, τη συνήθεια και τις άμυνες και σου ζητούν να φανερώσεις την ουσία πίσω από τα φτιασιδώματα των συμβατικών απαντήσεων. Ο νους οπισθοχωρεί, περιγελά και εκφυλίζεται μέσα στους ίδιους του τους υπαινιγμούς.
Και ξαφνικά διαπιστώνεις με φρίκη και έξαψη και μεταμέλεια πως οι μύθοι του βίου σου καταρρέουν στο αχνοφέγγισμα μιας ηλιαχτίδας που δύει και στο νεφέλωμα μιας σύγχυσης που κατασπαράζει τις εικασίες σου. Και βλέπεις, με ενάργεια τώρα, πως είχες σφιχταγκαλιαστεί από νήματα αδύναμα και σάπια σκοινιά, για να κρατηθείς πάνω από την αδηφάγο άβυσσο, και πως όσα σε συνέδεαν με τον κόσμο τούτο, λιποτάκτες αποδείχτηκαν, της ανάγκης και της Μοίρας σου.
Είναι κάποια αμείλικτα δειλινά στο Μόλυβο, που ο ήλιος δε συγχωρεί και ο νοτιάς σού υπενθυμίζει πως συγγενεύεις περισσότερο με τους πεθαμένους, αφού όσα αγάπησες βρίσκονται πια μαζί τους.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΜΥΤΙΛΗΝΗ 81100
Γιατί να μας προτιμήσετε
Διαφημιστείτε σε εμάς