Γράφει η Ποζίδου-Στολτίδου Χρυσούλα, Κοινωνική Λειτουργός Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων ΕΟΠΠΕΠ
Πολιτική υγείας και αποδοχή της από τους επαγγελματίες υγείας Το ελληνικό σύστημα υγείας
Το ελληνικό σύστημα υγείας χαρακτηρίζεται ως μεικτό και βασίζεται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), στα Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης και σε μικρότερο βαθμό στην ιδιωτική ασφάλιση και τον ιδιωτικό τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας. Το ΕΣΥ παρέχει ιατρική κάλυψη συνολικά στον πληθυσμό που διαμένει νόμιμα στη χώρα, ενώ τα Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης προσφέρουν υπηρεσίες υγείας, πρωτίστως πρωτοβάθμια, στους δικαιούχους τους. Ιδιωτικά ιατρεία, νοσοκομεία και μαιευτήρια καλύπτουν επίσης ένα σημαντικό κομμάτι της ζήτησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ασφάλιση στην Ελλάδα είναι υποχρεωτική και καλύπτει τους εργαζόμενους και συνταξιούχους και τα εξαρτημένα από αυτούς μέλη. Για τους αλλοδαπούς που προέρχονται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν την κάλυψή τους σε συνεργασία με τα ασφαλιστικά ταμεία των χωρών τους.
Πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας προσφέρονται κατά κανόνα δωρεάν στα αγροτικά ιατρεία, τα δημοτικά πολυϊατρεία, τα πολυϊατρεία που λειτουργούν μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα περιφερειακά κέντρα υγείας, τα εξωτερικά ιατρεία και τα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων. Όσον αφορά τη δευτεροβάθμια περίθαλψη και τη φαρμακευτική κάλυψη το κόστος καλύπτεται είτε εξ’ ολοκλήρου είτε μερικώς από τα ασφαλιστικά ταμεία για όσους είναι ασφαλισμένοι ή από το ταμείο απορίας για τους Έλληνες ανασφάλιστους με χαμηλό εισόδημα.
Το ΕΣΥ χρηματοδοτείται από το κράτος (τον κεντρικό προϋπολογισμό) και από τις συνεισφορές των ασφαλισμένων και εργοδοτών στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. Παρόλα αυτά οι ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 50% της συνολικής δαπάνης για την υγεία. Οι δαπάνες των ιδιωτών αφορούν:
α) το ποσοστό συμμετοχής του ασθενούς, ανάλογα με τον τύπο κοινωνικής ασφάλισής του, στην κάλυψη της δαπάνης υπηρεσιών που του προσφέρονται από το ΕΣΥ. Για υπηρεσίες του ΕΣΥ και για την αγορά φαρμάκων ο ωφελούμενος πολλές φορές χρειάζεται να καλύψει ένα τμήμα της δαπάνης. Oι ανασφάλιστοι υποχρεούνται κατά κανόνα, να καλύψουν το συνολικό κόστος, και σε περίπτωση νοσηλείας να προκαταβάλουν το 50% της δαπάνης.
β) κάλυψη της δαπάνης ιδιωτικών ιατρείων, διαγνωστικών κέντρων και νοσοκομείων.
γ) αμοιβές εκτός του συστήματος («φακελάκια»), οι οποίες είναι διαδεδομένες στην παροχή δευτεροβάθμιας περίθαλψης εντός του εθνικού συστήματος υγείας.
Έτσι, παρόλο που η Ελλάδα διαθέτει δημόσιο σύστημα υγείας που καλύπτει συνολικά τον πληθυσμό, οι απευθείας πληρωμές από τα ιδιωτικά νοικοκυριά παραμένουν από τις υψηλότερες στην Ευρώπη ως ποσοστό των συνολικών δαπανών για την περίθαλψη.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ΕΣΥ εξάλλου είναι η συγκέντρωση των εξυπηρετούμενων στα νοσοκομεία των μεγάλων αστικών κέντρων με επακόλουθο το συνωστισμό και τις μεγάλες λίστες αναμονής, οι χρόνιες ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό, οι ελλείψεις σε εξοπλισμό και υποδομές.
Η πρόσβαση των μεταναστών στο ΕΣΥ αποτελεί βασική παράμετρο της ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία, της διασφάλισης της δημόσιας υγείας και του σεβασμού του ανθρώπινου δικαιώματος στην αξιοπρέπεια και τη ζωή. Στην Ελλάδα, ένα μεγάλο τμήμα του μεταναστευτικού πληθυσμού, οι μετανάστες «χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα», στερείται της ισότιμης πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας.
Το ζήτημα της υγείας των μεταναστών εισήλθε στην πολιτική ατζέντα μετά το 2000. Η τυπική πρόσβαση στις δωρεάν υπηρεσίες του ΕΣΥ υπήρξε και παραμένει συνάρτηση της επίσημης απασχόλησης και του νόμιμου καθεστώτος, κανένα από τα οποία δεν ίσχυε για την πλειοψηφία των μεταναστών στην Ελλάδα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, πριν τις δύο διαδικασίες νομιμοποίησης. Τον Ιούλιο του 2000, το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας δημοσίευσε Εγκύκλιο σχετικά με την «ιατρική περίθαλψη και νοσηλεία» για υπηκόους χωρών εκτός της Ε.Ε. Σύμφωνα με αυτήν και ο νόμιμος μετανάστης μπορεί να έχει δωρεάν πρόσβαση στο ΕΣΥ, εφόσον κατέχει βιβλιάριο υγείας εκδιδόμενο από το ασφαλιστικό ταμείο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος.
Ο μεταναστευτικός νόμος του 2001 (Ν. 2910/2001) χορήγησε επίσημα ίσα δικαιώματα με αυτά των Ελλήνων στους ξένους πολίτες που διαμένουν νόμιμα στη χώρα, όσον αφορά στην εθνική ασφάλιση και κοινωνική προστασία. Ο ασφαλιστικός φορέας που καλύπτει τους περισσότερους μετανάστες «με έγγραφα» είναι το Ι.Κ.Α. Οι παροχές που δικαιούται ο ασφαλισμένος και τα εξαρτημένα μέλη της οικογένειάς του είναι ίδιες με αυτές των Ελλήνων ασφαλισμένων: ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, νοσοκομειακή περίθαλψη, επίδομα ασθενείας, ατυχήματος, μητρότητας, σύνταξη και λοιπές παροχές.
Εντούτοις λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη έκταση της άτυπης εργασίας, πολλοί νόμιμα διαμένοντες μετανάστες στερούνται κοινωνικής ασφάλισης και επομένως δωρεάν πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας. Επιπλέον, η πρόσβαση στο σύστημα υγείας παρακωλύεται από τις πολύμηνες καθυστερήσεις που παρατηρούνται για την ανανέωση των αδειών παραμονής.
Οι μετανάστες δεν απολαμβάνουν επίσης παροχές κοινωνικής πρόνοιας, όπως το βιβλιάριο περίθαλψης ανασφάλιστων που προβλέπει την κάλυψη της δαπάνης για νοσοκομειακή περίθαλψη και κάποια προνοιακά επιδόματα (επίδομα τετραπληγίας κα). Οι μετανάστες ελληνικής καταγωγής (ομογενείς) μπορούν να επωφεληθούν από τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας εφόσον προσκομίσουν τα απαραίτητα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου για τους ανασφάλιστους που παίρνουν επίδομα πρόνοιας, του σχετικού βιβλιαρίου υγείας. Σε κάθε περίπτωση, το μέλος του νοικοκυριού που είναι ασφαλισμένο ή παίρνει επίδομα πρόνοιας καλύπτει και τα υπόλοιπα (εξαρτημένα) μέλη της οικογένειας. Οι ομογενείς έχουν ακόμη τη δυνατότητα αυτασφάλισης στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων.
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 266/1999, τα ίδια ισχύουν και για τους αλλοδαπούς των οποίων η παραμονή στην Ελλάδα έχει εγκριθεί για ανθρωπιστικούς λόγους ή έχει οριστεί σε αυτούς προθεσμία η οποία δεν έχει εκπνεύσει ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Προεδρικού Διατάγματος 61/1999. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν και οι αλλοδαποί ασθενείς με HIV ή άλλες μεταδοτικές ασθένειες, οι οποίοι μπορούν να επωφεληθούν της δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και νοσηλείας, εφόσον όμως η κατάλληλη θεραπεία δεν εφαρμόζεται στη χώρα προέλευσής τους. Έχουν επίσης δικαίωμα σε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας (Ν. 2955/2001).
Σε αλλοδαπούς που δεν βρίσκονται νόμιμα στην χώρα και δεν έχουν διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο που αναγνωρίζεται από διεθνείς συμβάσεις, θεώρηση εισόδου ή άδεια διαμονής, δεν επιτρέπεται να προσφερθεί οποιαδήποτε υπηρεσία από φορείς του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Εξαιρούνται τα νοσοκομεία, θεραπευτήρια και κλινικές, όταν πρόκειται για ανήλικα παιδιά και για αλλοδαπούς που εισάγονται εκτάκτως για νοσηλεία (Άρθρο 84/Ν.3386/2005).
Τα δικαιώματα των μεταναστών «χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα» είναι πράγματι πολύ περιορισμένα στην Ελλάδα συγκριτικά με πολλές χώρες της Ε.Ε., όσον αφορά την πρόσβασή τους στο σύστημα υγείας. Σύμφωνα με την εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας για την «Υγειονομική Περίθαλψη Αλλοδαπών»: «για τους αλλοδαπούς μη νόμιμα ευρισκόμενους στην Ελλάδα θα παρέχονται οι απαραίτητες υπηρεσίες αποκλειστικά σε περιπτώσεις επείγοντος περιστατικού και μέχρι τη σταθεροποίηση της υγείας τους».
Η ερμηνεία της διάταξης όμως καθίσταται προβληματική από τη στιγμή που «[η] έκτακτη/επείγουσα ιατρική περίθαλψη [...] την οποία και μόνο επιτρέπει, δε μπορεί να οριστεί εύκολα. Δε μπορεί κάποιος να απαντήσει με ευκολία και σιγουριά ποια περιστατικά θα κάλυπτε η διάταξη» (Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 2007).
Σημαντικό έλλειμμα προκύπτει, για παράδειγμα, όσον αφορά τον προγεννητικό έλεγχο ο οποίος αν και απαραίτητος για τη διασφάλιση της υγείας αλλά και της ζωής του εμβρύου και της εγκύου «δεν καλύπτεται από το γράμμα του Νόμου, εκτός αν πρόκειται για ανήλικες κυοφορούσες» (Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 2007). Πρόβλημα αντιμετωπίζουν, επίσης, όσοι πάσχουν από χρόνια νοσήματα ή χρειαστεί να κάνουν κάποια επέμβαση ή δαπανηρή θεραπεία δεδομένης και της κατά κανόνα δυσχερούς οικονομικής τους θέσης.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει επίσης στους ασυνόδευτους ανηλίκους, που εάν και βάση του νόμου δικαιούνται πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας ακόμα και όταν δεν διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα, δεν απολαμβάνουν της προστασίας που ορίζει το διεθνές δίκαιο καθώς μεταξύ άλλων δεν υπάρχουν οι απαιτούμενοι χώροι για τη στέγασή τους. Αποτέλεσμα της ελλιπούς προστασίας είναι να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία τους καθώς συχνά πέφτουν θύματα σωματεμπορίας, θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης, ενώ διαβιούν σε άθλιες συνθήκες (Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 2007). Θα πρέπει ακόμη να γίνει αναφορά στην παράγραφο 4 του άρθρου 85 (Ν.3386/2005) που προβλέπει ότι: «Οι υπάλληλοι των παραπάνω υπηρεσιών και φορέων που παραβαίνουν [αυτές] τις διατάξεις διώκονται πειθαρχικά και τιμωρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ποινικού κώδικα, για παράβαση καθήκοντος».
Στην πραγματικότητα ο Νόμος του 2005 διατηρεί τις αυστηρές διατάξεις του Νόμου 2910/2001 που περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πρόσβαση των «άτυπων» μεταναστών στις υπηρεσίες υγείας. Καταργεί μόνο τη διάταξη του άρθρου 54, «η οποία προέβλεπε την υποχρέωση των διευθυντών θεραπευτηρίων να ενημερώνουν τις αστυνομικές αρχές για την άφιξη σε αυτά αλλοδαπών» (Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 2007). Οι παραπάνω διατάξεις έχουν στην πράξη παραμείνει ανενεργές καθώς οι Έλληνες λειτουργοί υγείας αρνήθηκαν να τις εφαρμόσουν, ενώ πολλοί γιατροί ακολουθώντας τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας «επιλέγουν να παράσχουν ιατρική φροντίδα παρακάμπτοντας τις επιταγές του νόμου». Πολλοί μετανάστες "χωρίς έγγραφα" καταφεύγουν επίσης στα πολυϊατρεία μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Ειδική κατηγορία αποτελούν οι έγκλειστοι μετανάστες και αιτούντες άσυλο που φιλοξενούνται στα κέντρα διοικητικής κράτησης. Τα άτομα που εισέρχονται στην Ελλάδα παράνομα συλλαμβάνονται και κρατούνται σε κέντρα διοικητικής κράτησης. Αξιόπιστες αναφορές για ορισμένα από τα κλειστά κέντρα κράτησης περιγράφουν πολύ άσχημες συνθήκες διαβίωσης με σημαντικά προβλήματα στις εγκαταστάσεις και τις συνθήκες υγιεινής και ελλιπή πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, όπως απουσία βασικού ιατρικού εξοπλισμού, δυσχερή ή αδύνατη παραπομπή στο νοσοκομείο, απουσία ψυχολόγου και διερμηνέων.
Χαρακτηριστική είναι επίσης η απουσία συγκεκριμένου πρωτοκόλλου για τον ιατρικό έλεγχο που πρέπει να γίνεται στους αιτούντες άσυλο και τους άτυπους μετανάστες κατά την άφιξή τους. Οι Norredam κ.α. (2005)συγκρίνοντας τις πολιτικές των 25 κρατών μελών της Ε.Ε. που αφορούν στην πρόσβαση των αιτούντων άσυλο στην περίθαλψη διαπιστώνουν ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική από τις 25 χώρες μέλη που στερείται ιατρικού πρωτοκόλλου για τους νεοαφιχθέντες μετανάστες και αιτούντες άσυλο. Στις υπόλοιπες χώρες εφαρμόζονται σχέδια που περιλαμβάνουν εξέταση για φυματίωση, οροθετικότητα στον ιό HIV, γενική κλινική και ψυχολογική εξέταση. Στην Ελλάδα το πρωτόκολλο για τον ιατρικό έλεγχο εφαρμόζεται μόνο κατά τη διαδικασία αίτησης των αιτούντων άσυλο για άδεια εργασίας.
Ελληνική Βιβλιογραφία
Γιατροί του Κόσμου – Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο(2007). Χωρίς Χαρτιά, Χωρίς Υγεία;. Έκδοση των Γιατρών του Κόσμου.
Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (2007), Δικαίωμα στην Υγεία των Μεταναστών χωρίς Νόμιμα Έγγραφα Παραμονής. Απόφαση ΕΕΔΑ, Αθήνα
Ευρωπαϊκό Δίκτυο για Συνεργασία και Ανταλλαγές σε θέματα Κοινωνικού Αποκλεισμού και Υγείας Μεταναστών (2003). Εθνική έκθεση για την Ελλάδα, συγγραφή Α. Καψάλης, Αθήνα.
Ζαφειράκη Τ., Πλοτνικωφ Κ. και Χρυσού Ε., 2004, «Διακρίσεις, ρατσισμός, ξενοφοβία στην τοπική κοινωνία του Νομού Ηρακλείου», Ηράκλειο, σελ. 3-4.
Ζωγραφάκης Σ. και Κασίμης Χ. (2014): «Ελληνική οικονομία και μετανάστες: Χτες... σήμερα... αύριο», Αθήνα, σελ. 383-384.
Καρύδης, Β. Χ. (1996) : «Η εγκληματικότητα των Μεταναστών στην Ελλάδα» Εκδ. Παπαζήση Αθήνα , σελ 17.
Κασιμάτη Κ. (2003): «Πολιτικές Μετανάστευσης και Στρατηγικής Ένταξης. Η περίπτωση των Αλβανών και Πολωνών μεταναστών», Gutenberg, ΚΕΚ-ΜΟΚΟΠ, Αθήνα.
Κολοβός Παναγιώτης, 2014, «Το φαινόμενο της μετανάστευσης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης και η Ελλάδα, ως χώρα διόδου και υποδοχής», Πειραιάς, σελ.1
Λαμπριανίδης Λ. και Λυμπεράκη Α., 2001, «Αλβανοί Μετανάστες στη Θεσσαλονίκη, Διαδρομές ευημερίας και παραδρομές δημόσιας εικόνας», Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη.
Μαράτου-Αλιπράντη, Λ., Γκαζόν, Ε. (2005β). Μετανάστευση και υγεία πρόνοια. Αποτίμηση της υπάρχουσας κατάστασης – προκλήσεις και προοπτικές βελτίωσης, ΕΚΚΕ, Αθήνα.
Μπάγκαβος Χ. και Παπαδοπούλου Δ. (2006): «Μετανάστευση και ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία», Gutenberg, Αθήνα.
Μπινιέρη Αναστασία (2012): «Πολιτική υγείας για τους μετανάστες. Το παράδειγμα του νομού Αχαΐας», Πειραιάς, σελ.6
Παπαγαρουφάλη, Ε. «Η συνέντευξη ως σωματική επικοινωνία των συνομιλητών και πολλών άλλων», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών. Ειδικό τεύχος: Όψεις της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, τ. 107 Α΄, 2002
Τσαούση, Δ.Γ. (1996) : «Η Κοινωνία του Ανθρώπου» εκδ. GUTEBERG Αθήνα , σελ. 238, 241
Υπουργείο Υγείας Πρόνοιας Α`Πε.ΣΥ Κεντρικής Μακεδονίας, 2002
ΞενόγλωσσηΒιβλιογραφία
Brucker H., Epstein G., McCormick B., Saint-Paul G., Venturini A., Zimmermann K., 2001, Managing Migration in the European Welfare State, Report, IMF.
Burton D, Research training for social scientists, Sage Publications, UK, 2000, σελ.197, 199.
Cohen, L. &Manion, L., Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 1994, σελ.63, 374, 381.
European Commission (2006b). Equality in Health: Greek National Report. Edition of Directorate-General for Employment, Social Affairs and Equal Opportunities
Green , Nancy L . (2004) : «Οι δρόμοι της μετανάστευσης» Σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις, εκδόσεις ΣΑΒΒΑΛΑΣ σελ. 114,115
Hatziprokopiou P. (2004). «Balkan immigrants in the Greek city of Thessaloniki: local processes of incorporation in international perspective». European Urban and Regional Studies, 11 (4): 321–338.
Kotsioni, I. and Hatziprokopiou, P. (2008). «Coping with the gaps in health provision for migrants in Greece», paper presented at the IMISCOE Cluster B5 Workshop Migration, Integration and the Internationalisation of Health Care, Lisbon, 17-18 April 2008.
MishlerE.G., Συνέντευξη έρευνας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1996. σελ.11.
Norredam, M., Mygind A., Krasnik A. (2005).
Patton, Q., M. Qualitative Evaluation and research method. Sage Publications: Newbury Park, CA, 1990, σελ.295.
RubinH. J. , RubinS., Qualitative interviewing, The art of hearing data, Sage Publications, USA, 1995, σελ.1.
Silverman D., Qualitative research – Theory, Method and Practice, Sage Publications, UK, 1997
Papademetriou D., 2006, (ed.), Europe and Its Immigrants in the 21st Century:A New Deal or a Continuing Dialogue of the Deaf?, Washington: Migration Policy Institute and Luso-American Foundation.
Ηλεκτρονική Βιβλιογραφία
Ο 21ος αιώνας χαρακτηρίζεται από πολλούς ως εποχή της διακινδύνευσης, των ρευστών πολυεπίπεδων σχέσεων και της έξαρσης της ατομικότητας.
Οι προσωπικές βιογραφίες αντικαθιστούν τις συλλογικότητες, οι σταθερές του παρελθόντος καθίστανται δυσλειτουργικές και ατονούν, ενώ η ευελιξία, η μετανεωτερική γνώση και η έγκαιρη και έγκυρη πρόσβαση στην πληροφορία αναδεικνύονται σε μέγιστα εφόδια για τον νέο που εισέρχεται στην κοινωνική και επαγγελματική κονίστρα.
Το σχολείο, κατεξοχήν θεσμός υπεύθυνος για τη μετάδοση πολιτιστικών αγαθών, καλείται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, να αναπροσαρμόσει τα διδακτικά του προγράμματα, ώστε να αντανακλούν (ή και να προετοιμάζουν) την κοινωνική μεταβολή, αλλά κυρίως να παρέχει ένα ασφαλές περιβάλλον, μέσα στο οποίο η προαγωγή της ψυχικής και βιολογικής υγείας, η εξάλειψη των παραγόντων κινδύνου και η πρόληψη θα αποτελούν εχέγγυα για την αντισταθμιστική, δημοκρατική και ισότιμη παιδεία.
Η αγωγή υγείας αποτελεί μία παράλληλη εκπαιδευτική δραστηριότητα, άρρηκτα συνδεδεμένη με το σχολείο, το μαθητή, τον εκπαιδευτικό, τους γονείς και την κοινωνία στο σύνολό της. Η εφαρμογή προγραμμάτων αγωγής της υγείας στο σχολείο, συμβάλλει στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης και της σχολικής ζωής, ενισχύοντας την ομαλή κοινωνική και επαγγελματική ένταξη των μαθητών, ενώ συγχρόνως περιορίζει την εμφάνιση ψυχικών και σωματικών διαταραχών.
Σκοπός τους είναι η κοινωνική ευεξία, η ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας και των δεξιοτήτων και η άρση φαινομένων όπως η σχολική αποτυχία και η κοινωνική ανισότητα.
Η αγωγή υγείας είναι κατ’ εξοχήν μαθητοκεντρική και εντάσσει στα προγράμματά της όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από το κοινωνικό-οικονομικό και πνευματικό επίπεδο των γονέων τους. Επιδιώκει να αναπτύξει θετικές συνήθειες, που αφορούν την υγεία των μαθητών, πριν μεταβληθούν σε ανήκεστο πρόβλημα.
Προάγει την προσωπική, οικογενειακή και κοινοτική ευθύνη για την υγεία και εφοδιάζει τους μαθητές με τις προσήκουσες γνώσεις. Στοχεύει στην παροχή αρωγής και υποστήριξης για τα οικογενειακά, κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα, τόσο στο χώρο του σχολείου όσο και στο χώρο έξω από αυτό.
Αποβλέπει στην ενδυνάμωση της σχολικής κοινότητας, ώστε να μπορούν οι εμπλεκόμενοι φορείς να χειρίζονται και να προλαμβάνουν αποτελεσματικά δυσλειτουργικές καταστάσεις, και τέλος δίνει έμφαση στην κινητοποίηση των δασκάλων και τη δια βίου εκπαίδευσή τους (World Health Organization, 1999, p.5).
Τα οφέλη που προκύπτουν από την εφαρμογή των προγραμμάτων υγείας έχουν πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα: βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των μαθητών και των οικογενειών τους, συντελούν στη διαπαιδαγώγηση συνειδητοποιημένων και ενήμερων πολιτών, περιορίζουν μακροπρόθεσμα το κόστος περίθαλψης, αναδεικνύουν και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα υγείας σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, διαχέουν πολύτιμες πληροφορίες πρόληψης και προφύλαξης, κινητοποιούν τα στελέχη της εκπαίδευσης, αυξάνουν τον κοινωνικοποιητικό ρόλο του σχολείου, αλλά κυρίως εγκαθιδρύουν στάσεις και αντιλήψεις, που μπορούν να μεταλαμπαδευτούν από γενιά σε γενιά.
Παράλληλα, αξιοποιούν τους διαθέσιμους πόρους της κοινότητας, ενισχύουν τα τοπικά δίκτυα, ενεργοποιούν τα κοινωνικά αντανακλαστικά σε περιπτώσεις αποκλεισμού, προάγουν το κοινωνικό κεφάλαιο μιας περιοχής και διευρύνουν τη χρήση καινοτόμων μεθόδων διδασκαλίας.
Συμπερασματικά, τα προγράμματα υγείας έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Τα προγράμματα υγείας στοχεύουν
Η αγωγή υγείας, ουσιαστικά αποτελεί αλλαγή του τρόπου σκέψης των μαθητών και διατήρηση της νέας αυτής φιλοσοφίας σε όλα τα πλαίσια και εκφάνσεις της ζωής. Τα προγράμματα υγείας είναι συνυφασμένα με την έννοια του ‘Νέου Σχολείου’, του ανοιχτού στην καινοτομία, την κοινότητα, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών.
Είναι προσαρμοσμένα στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μιας περιοχής και διαπνεόμενα από ανθρωπιστικά ιδεώδη, αποβλέπουν στην κοινωνική ενδυνάμωση και ευθύνη. Τα σχολεία επωφελούνται από αυτά, γιατί η διασφάλιση συνθηκών υγιεινής αυξάνει την αποτελεσματικότητα και την επίδοση των μαθητών, απαλλάσσει τους γονείς από το άγχος, τροφοδοτεί την κοινωνία με υγιείς πολίτες, μειώνει το κόστος της υγείας μέσω της πρόληψης και κινητοποιεί πλαίσια, που πριν δρούσαν αποσπασματικά και ανεξάρτητα.
Η αγωγή υγείας, τέλος, επιχειρεί να αμβλύνει τις διαφορές ανδρών-γυναικών, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, 86 εκατομμύρια κορίτσια (13 εκατομμύρια περισσότερα από τα αγόρια) δεν έχουν πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα 2/3 από το 1 δισ ανθρώπων, που είναι αναλφάβητοι, είναι γυναίκες.
Η θεσμοθέτηση και ίδρυση σχολείων που προάγουν την υγεία πρέπει να αποτελεί τμήμα μιας εθνικής πολιτικής για την Παιδεία, στα πλαίσια του Κράτους Πρόνοιας. Παρόλα αυτά οι Διεθνείς Οργανισμοί (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΟΗΕ κτλ) ενισχύουν συμπληρωματικά κάθε ατομική πρωτοβουλία ή κοινοτική δράση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ύπαρξη μιας αρχικής ομάδας κρούσης σε κάθε σχολείο, (που θα αποτελείται από εκπαιδευτικούς, μαθητές, γονείς και τοπικούς φορείς), η οποία θα συντάσσει τον στρατηγικό σχεδιασμό, θα συνάπτει συμμαχίες, θα διαδίδει την έννοια της πρόληψης, θα επισημαίνει τους κινδύνους που απειλούν τους μαθητές στο σχολικό περιβάλλον, θα ανακαλύπτει μεθόδους πρόσβασης σε συναφείς πληροφορίες, θα ευαισθητοποιεί την κοινωνία, δρώντας πολλαπλασιαστικά, θα προκαλεί δημόσιο διάλογο για θέματα υγείας των μαθητών, θα εκδίδει έντυπα και ενημερωτικό υλικό, θα οργανώνει συνέδρια, θα λαμβάνει κοινωνική συναίνεση για καινοτόμες δράσεις και θα επιλέγει τα κατάλληλα πρόσωπα, για να διασπείρουν την έννοια της αγωγής υγείας.
Η όλη διαδικασία προσομοιάζει με έρευνα-δράσης, κατά την οποία, την αρχική καταγραφή των υφιστάμενων πολιτικών και κινδύνων υγιεινής.
Ακολουθεί η ανάλυση αναγκών, η προσμέτρηση των διαθέσιμων πόρων – μέσων, η επιλογή του εκπαιδευτικού υλικού και των κατάλληλων μεθόδων διδασκαλίας. Η αξιολόγηση των προγραμμάτων αυτών μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια και το τέλος τους από εσωτερικούς και εξωτερικούς αξιολογητές.
Το σχέδιο δράσης περιλαμβάνει λεπτομερείς καταγραφές των ενεργειών και των δεδομένων, ομαδοσυνεργατική μάθηση, ανάλυση αναγκών της περιοχής, θέσπιση κανόνων και μεθοδολογίας δράσης, διασύνδεση των φορέων, διοικητικό και εκτελεστικό πλάνο, αναπλαισίωση αναλυτικών προγραμμάτων και προσαρμογή των μαθημάτων, ώστε να ενταχθούν στους σκοπούς της αγωγής υγείας, συνεργασία με σχολεία ειδικής αγωγής για άρση των ανισοτήτων και εκπαίδευση των αναπήρων μαθητών.
Στην αρχική ομάδα δέον να εμπλέκονται επαγγελματίες υγείας (νοσοκόμες, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, γιατροί κ.λπ.), συνδικαλιστικές ενώσεις εργαζομένων, σύλλογοι καθηγητών και σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων, νομικοί, μη κυβερνητικές οργανώσεις και εκπρόσωποι τοπικών φορέων, ενώσεις γυναικών, τοπικές επιχειρήσεις κ.λπ.
Οι κίνδυνοι, που σε γενικές γραμμές σχετίζονται με τη σχολική διαδικασία με τους οποίους ασχολείται η αγωγή υγείας είναι:
Οι πυλώνες για την αλλαγή στάσεων προς ένα σχολείο, που προάγει την υγεία αφορούν:
Ως κύρια χαρακτηριστικά της μη τυπικής εκπαίδευσης αναφέρονται τα ακόλουθα:
Για καλύτερη κατανόηση της εμφάνισης του τομέα της μη τυπικής εκπαίδευσης, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν ορισμένες παρατηρήσεις:
Πρώτον, το σχολείο, πλέον δεν θεωρείται το μοναδικό μέρος όπου πραγματοποιείται η διδασκαλία, και δεν μπορεί να έχει μοναδικό εκπαιδευτικό ρόλο στην κοινωνία. Εκτός από αυτό, η διδασκαλία συμπεριλαμβάνει ποικίλους παράγοντες, οι οποίοι είναι ανέφικτο να κατανοηθούν μέσα στους περιορισμούς ενός και μοναδικού συστήματος, το οποίο οργανώνεται και εποπτεύεται από την κεντρική εξουσία.
Η εκπαίδευση δεν ανήκει πλέον μόνο στη δικαιοδοσία των εθνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά και σε άλλες υπηρεσίες και ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και παραγόντων που προάγουν την ανάπτυξη.
Δεύτερον, η εκπαίδευση και η μάθηση, σήμερα πια, δεν θεωρούνται πλέον συνώνυμα της ‘σχολικής διδασκαλίας’, ακόμη και αν μερικοί γονείς εξακολουθούν να εξισώνουν την εκπαίδευση με το σχολείο, καθώς εστιάζονται στο πτυχίο που εξασφαλίζει το σχολείο, το οποίο αποτελεί εγγύηση για μελλοντική επαγγελματική απασχόληση, η οποία όμως γίνεται ολοένα και περισσότερο υποθετική.
Αυτή η εξίσωση της μάθησης με την τυπική εκπαίδευση παραμένει σταθερά στο μυαλό πολλών γονιών, αλλά καθώς αυτοί αναγκάζονται να αναγνωρίσουν την αποτυχία του συστήματος, πάνω στο οποίο είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους, αναπτύχθηκαν νέα εκπαιδευτικά συστήματα και έγιναν αντικείμενο μεγάλου ενδιαφέροντος.
Τρίτον, απαιτούνται νέες μη συμβατικές εκπαιδευτικές μέθοδοι, οι οποίες θα εστιάζονται στην ιδέα, η οποία όπως αναφέρεται και από το Club of Rome σε κάποια έκθεση, ως ‘το ανθρώπινο χάσμα που πρέπει να γεφυρωθεί’, το οποίο είναι, η ασυμφωνία ανάμεσα στην ολοένα και αυξανόμενη πολυπλοκότητα, που προκύπτει από την πρόοδο των ανθρώπων, και την αποτυχία μας να συμβαδίσουμε.
Στο σημείο αυτό, το πρόβλημα ήταν να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο μια νέα διδασκαλία θα μπορούσε να καλύψει αυτό το χάσμα. Αυτή η ιδέα αναφέρεται από τους συγγραφείς της έκθεσης σαν καινοτόμα, κοινωνική διδασκαλία, η οποία είναι βασισμένη στην εκδήλωση ενδιαφέροντος και στην εθελοντική, ενεργή συμμετοχή, σε αντίθεση με την ασυνείδητη αναπαραγωγή και προσαρμογή των χαρακτηριστικών που παρέχεται στα παραδοσιακά σχολεία (Hamadache, 1991).
Βασισμένοι στην εμπειρία του παρελθόντος και του παρόντος, τα κύρια χαρακτηριστικά της μη τυπικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον Hamadache (1991), συνοψίζονται στα παρακάτω:
Η αξιολόγηση των προγραμμάτων αγωγής και προαγωγής της υγείας, έχει ως σκοπό την εκτίμηση του βαθμού επιτυχίας, των στόχων και των σκοπών, του σχεδιασμού και των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν.
Γενικότερα, η έρευνα έδειξε ότι η εφαρμογή των προγραμμάτων στο χώρο της εκπαίδευσης μείωσε τους παράγοντες κινδύνου και προώθησε πιο υγιείς τρόπους ζωής. Η ανάλυση των δεδομένων από 207 προγράμματα βασισμένα στην καταπολέμηση των παραγόντων, που εγκυμονούν κινδύνους στα σχολεία, έδειξε ότι τα πιο αποτελεσματικά προγράμματα είναι αυτά που μεταδίδουν δεξιότητες ζωής, επικοινωνιακές ικανότητες και προσαρμοστικότητα (Tobler,1992).
Η εφαρμογή των προγραμμάτων ελαχιστοποίησε τις πιθανότητες εμφάνισης βίαιης συμπεριφοράς, απέτρεψε τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών (World Health Organization, 1997, p. 25). Συγχρόνως, αποσοβήθηκε ο κίνδυνος εμφάνισης σεξουαλικών νοσημάτων, ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και εκτρώσεων στο μαθητικό πληθυσμό.
Οι μαθητές έμαθαν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους, αυξήθηκε η αυτοεκτίμησή τους και απετράπησαν έκτροπα μέσω εκφοβισμού και απειλής (World Health Organization, 1997, p.26). Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προγράμματα πρέπει να ενταχθούν στα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων (Ο’ Donnell, Stueve, Doval 1998).
Συμπεράσματα
Τα προγράμματα αγωγής υγείας στα σχολεία συμβάλλουν στην αλλαγή συμπεριφορών, ενισχύουν χαρακτηριστικά όπως, η αυτοεκτίμηση, η αυτοπεποίθηση, ενώ εξοπλίζουν τους μαθητές με δεξιότητες απαραίτητες για τν ζωή τους. Αποδείχθηκε ότι μπορούν να τους προσφέρουν κοινωνική και ψυχολογική υποστήριξη, να τους διδάξουν, να τους διαπαιδαγωγήσουν, ενώ ταυτόχρονα τους βοήθησαν να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να κάνουν προσωπικές επιλογές θετικές για την υγεία τους.
Ταυτόχρονα, η συνεργασία των γονέων, των εκπαιδευτικών και των μαθητών στο χώρο του σχολείου συντελεί στη βελτίωση των σχέσεών τους αλλά και στν βελτίωση του επιπέδου της υγείας τους, εκπληρώνοντας τους στόχους των προγραμμάτων.
Τέλος, τα προγράμματα αυτά φέρνουν το σχολείο κοντά στην πραγματικότητα, δημιουργώντας ένα χώρο έκφρασης και δημιουργίας για τα παιδιά.
Η επιτυχία των προγραμμάτων αυτών σε άλλες χώρες δημιουργεί την ανάγκη να εφαρμοστούν αυτά τα προγράμματα στο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς αποτελεί το σημαντικότερο φορέα μετάδοσης συμπεριφορών, στάσεων και τρόπου σκέψης. Αυτό που είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη, έτσι ώστε να έχει επιτυχία το πρόγραμμα αγωγής και προαγωγής της υγείας στα σχολεία είναι τα εμπόδια, τα οποία θα πρέπει να απομονωθούν και να εξαλειφθούν (World Health Organization 1996b).
Τέτοιου είδους εμπόδια είναι:
Γράφει ο Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
Το επίπεδο υγείας μιας κοινότητας συσχετίζεται θετικά με το βάθος του κοινωνικού κεφαλαίου της. Τα μέλη με περιορισμένες κοινωνικές επαφές έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αποβιώσουν από ατύχημα ή θανατηφόρο ασθένεια, ενώ κοινωνίες στις οποίες οι πολίτες δραστηριοποιούνται ενεργά και μετέχουν στην μετεξέλιξή τους, παρουσιάζουν μικρότερα ποσοστά θνησιμότητας και υψηλότερο μέσο όρο ζωής.
Μάλιστα οι δείκτες συσχέτισης είναι τόσο υψηλοί, που η ύπαρξη κοινωνικού κεφαλαίου σε αλληλεπίδραση με το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο μιας περιοχής θεωρούνται αιτιακοί παράγοντες εμφάνισης πολλών ασθενειών. Σε κοινότητες με υψηλή συμμετοχικότητα των πολιτών διαπιστώθηκε χαμηλή θνησιμότητα από καρδιακές παθήσεις και κακοήθη νεοπλάσματα, ατυχήματα και αυτοκτονίες, μικρότερη εκδήλωση μεταδοτικών ασθενειών και χαμηλότερος δείκτης εγκληματικότητας.
Παράλληλα, ίδια σχέση υπάρχει ανάμεσα στις ψυχικές ασθένειες και το κοινωνικό κεφάλαιο. Ο αριθμός των αυτοκτονιών αυξάνεται σε κοινότητες που υπάρχει έλλειμμα εμπιστοσύνης, απαξιωτικές προσωπικές σχέσεις, ανταγωνισμός και αποπροσωποποίηση. Μοναχικοί, ηλικιωμένοι πολίτες με περιορισμένο κύκλο κοινωνικών επαφών εμφανίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν άνοια και νόσο Alzheimer από ό,τι οι ηλικιωμένοι με έντονη κοινωνική ζωή.
Βασιζόμενοι στη θεωρία του Putnam ότι το κοινωνικό κεφάλαιο αναφέρεται στις κοινωνικές σχέσεις, τα κοινωνικά δίκτυα και τις κανονιστικές ρυθμίσεις ανάμεσα στα άτομα, πολλοί ερευνητές μελέτησαν τη σύνδεση της υγείας με τις κοινωνικές σχέσεις. Σε κρίσιμες περιόδους (π.χ. χρονικά διαστήματα κακής υγείας), τα άτομα κάνουν χρήση των κοινωνικών δικτύων προκειμένου να αντλήσουν συναισθηματική στήριξη ή χρήσιμες πληροφορίες. Επιπλέον, τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να δράσουν ελεγκτικά και ρυθμιστικά για τον περιορισμό επιβλαβών για την υγεία συμπεριφορών, όπως το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αν και τα οικογενειακά και φιλικά δίκτυα είναι σημαντικά για τη βιολογική και ψυχολογική ευεξία και η σημασία του κοινωνικού κεφαλαίου δεσμού είναι βαρύνουσα, σε μακροεπίπεδο το κοινωνικό κεφάλαιο γεφύρωσης είναι αυτό που συμβάλλει στη γενική υγεία της κοινότητας και στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Ως παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση των ομάδων καρκινοπαθών, οι ανώνυμοι αλκοολικοί και οι κοινότητες απεξάρτησης. Η συμμετοχή του ατόμου στις ομάδες αυτές, είτε ως υποστηρικτής είτε ως υποστηριζόμενος προσφέρει σημαντικά οφέλη.
Οι παραγόμενες υπηρεσίες είναι υψηλής αποδοτικότητας, αφού οι καρκινοπαθείς–υποστηρικτές, οι αλκοολικοί και οι απεξαρτημένοι είναι κάτοχοι μίας βιωματικής γνώσης για την ασθένεια που δεν διαθέτει το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. Η υποστηρικτική αυτή γνώση προσφέρεται δωρεάν στον ασθενή –υποστηριζόμενο και συχνά, εκτός των πρακτικών συμβουλών, λειτουργεί ως «βαλβίδα ασφαλείας» κατά της ψυχικής και κοινωνικής πίεσης που βιώνει ο ασθενής.
Έρευνες έχουν δείξει ότι οι ασθενείς που συμμετέχουν ενεργά στις ομάδες έχουν καλύτερα ποσοστά επιβίωσης. Αν και οι ακριβείς λόγοι παραμένουν άγνωστοι, πιθανολογείται ότι η συμμετοχή αυξάνει την θέληση για επιβίωση, η οποία με τη σειρά της επιδρά στον έλεγχο των ανεπιθύμητων ενεργειών και στη διατήρηση ενός καλού επιπέδου διατροφής.
Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΛΟΦΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΜΥΤΙΛΗΝΗ 81100
22510 36520 - 36580
Γιατί να μας προτιμήσετε
Διαφημιστείτε σε εμάς