Το παρακάτω άρθρο εξετάζει, με βάση επιστημονικά δεδομένα για τη λειτουργία της αντίληψης, το αν και κατά πόσο οι αρνητικές σκέψεις των ανθρώπων για τα γεγονότα αποτελούν την ίδια την πραγματικότητα ή την υποκειμενική ερμηνεία της.
Μία από τις καθοριστικές για την ανθρώπινη συνειδητότητα λειτουργίες είναι αυτή της αντίληψης, η οποία, αποτελώντας σύνθετη εγκεφαλική διεργασία, εκκινεί από συγκεκριμένα πράγματα και προϋποθέτει βεβαίως την ικανότητα συγκέντρωσης της προσοχής μας σε αυτά. Έτσι, λοιπόν, αφού εστιάσουμε την προσοχή μας σε κάποιο αντικείμενο, προσλαμβάνουμε το αντίστοιχο ερέθισμα μέσω των αισθητηρίων οργάνων μας και μέσα από το συντονισμό των αισθήσεων μας: όραση, ακοή, όσφρηση, αφή και γεύση βάζουν τα δυνατά τους, ώστε η προσλαμβανόμενη πληροφορία να φτάσει στον «αρχηγό» εγκέφαλο όσο το δυνατόν πιο σώα και αβλαβής. Τι γίνεται όμως όταν αυτή η συγκεκριμένη πληροφορία, φτάνοντας στον προορισμό της, έχει να αντιμετωπίσει τις ήδη αποκτηθείσες γνώσεις και εμπειρίες μας, τα πιστεύω μας, τις υποκειμενικές προσδοκίες μας για τα γεγονότα ή τις καταστάσεις, τα κίνητρα και τις τρέχουσες συναισθηματικές αποχρώσεις ενδεχόμενης χαράς, αγάπης, λύπης, θυμού ή φόβου; Άραγε πόσες πιθανότητες έχει και σε ποιο βαθμό μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη και αναλλοίωτη μετά από μια τέτοια συνάντηση;
Η αντίληψη της εξωτερικής και της εσωτερικής μας πραγματικότητας δε συνιστά παθητική αντανάκλαση των πραγμάτων, αλλά μια διαδικασία κατά την οποία ο κάθε άνθρωπος ανακατασκευάζει δημιουργικά τις βασικές τους όψεις. Εν ολίγοις, η ανθρώπινη αντίληψη κάνει την εκκίνηση της μέσω της αίσθησης, αλλά ολοκληρώνεται μέσω της «ερμηνείας» που επιτελούν η σκέψη, η μνήμη, οι προσδοκίες και τα συναισθήματα μας και φυσικά αυτή η ερμηνεία είναι που παράγει και διαφοροποιεί τις συμπεριφορές μεταξύ των ατόμων απέναντι στο ίδιο συμβάν. Ας δώσουμε ένα πολύ απλό παράδειγμα από το χώρο του σχολείου: κατά τη διάρκεια της διδακτικής ώρας υπάρχει αρκετή φασαρία στην τάξη και η δασκάλα επιλέγει να αποβάλλει από την αίθουσα τρείς μαθητές προς παραδειγματισμό των υπολοίπων. Ο μαθητής Α σκέφτεται ότι δεν αξίζει την τιμωρία, αντιδρά με θυμό και χτυπά δυνατά την πόρτα καθώς φεύγει. Ο μαθητής Β θεωρεί ότι ορθώς αποβλήθηκε, κατηγορεί τον εαυτό του και αισθάνεται λύπη, ενώ υπόσχεται ότι δε θα το ξανακάνει. Ο μαθητής Γ απλώς αδιαφορεί για το γεγονός και βγαίνει από την αίθουσα, νιώθοντας χαρά που «γλίτωσε το μάθημα»! Ένα γεγονός, τρείς διαφορετικές διαδικασίες σκέψης, τρεις διαφορετικές συναισθηματικές αντιδράσεις, τρείς διαφορετικές συμπεριφορές. Και εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς… Είναι τα ίδια τα γεγονότα που μας προκαλούν αναστάτωση ή οι σκέψεις μας για τα γεγονότα;
Είναι αυτονόητο ότι πολλά συμβάντα, όπως για παράδειγμα ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, είναι από τη φύση τους δυσάρεστα και καθιστούν σχεδόν αναπόφευκτο τον ψυχικό πόνο. Ωστόσο, οι συναισθηματικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις των ατόμων απέναντι στην απώλεια διαφοροποιούνται ανάλογα με τη φιλοσοφία του εκάστοτε κοινωνικοπολιτισμικού και θρησκευτικού πλαισίου για τον θάνατο, την κηδεία και την ταφή. Στη βάση της ίδιας λογικής, όπως μια κοινωνία με συγκεκριμένη πολιτισμική και θρησκευτική παιδεία γαλουχεί τις πεποιθήσεις των υπηκόων της προκαθορίζοντας ως ένα βαθμό τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους, έτσι και μια οικογένεια βάζει τους δικούς της θεμέλιους λίθους στη διαμόρφωση των μελών της. Ο άνθρωπος, από τη στιγμή που γεννιέται και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του αποτελεί πάντα μέρος ενός ή περισσότερων συστημάτων, με τα οποία βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση, ξεκινώντας από το μικροσύστημα του που είναι η οικογένεια, μέχρι και το μακροσύστημα της κοινωνίας που τον υποδέχεται με την ενηλικίωση. Επομένως, στρατιές ερεθισμάτων καταφθάνουν από διαφορετικά συστήματα για να αναμιχθούν και να συγχωνευθούν σε ένα ενιαίο σύνολο, κατασκευάζοντας νοητικές αναπαραστάσεις και συνθέτοντας «οδικούς χάρτες», σύμφωνα με τους οποίους θα πορευτεί κανείς στη ζωή του. Το σύνολο αυτό ονομάζεται προσωπικότητα, ενώ οι «οδικοί χάρτες» περιλαμβάνουν πεποιθήσεις, προσδοκίες, κίνητρα, προκαταλήψεις, προσωπικούς και κοινωνικούς κανόνες, ιδανικά, επιθυμίες και ανάγκες , αντανακλώντας συγκεκριμένα μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό, ότι οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους ακριβώς επειδή διαφέρει ο τρόπος αντίληψης και επεξεργασίας τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικά παραγόμενων πληροφοριών. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτός ο τρόπος δρα εις βάρος μας γεννώντας αρνητικά συναισθήματα και εγκαθιστώντας συμπεριφορές που αφενός δυσκολεύουν την προσαρμογή μας στο περιβάλλον και αφετέρου ανατροφοδοτούν τον ήδη υπάρχοντα δυσλειτουργικό τρόπο σκέψης; Ας πάρουμε για παράδειγμα μια γυναίκα η οποία λειτουργεί με βάση το μοτίβο πως για να είναι ευτυχισμένη, θα πρέπει οι άλλοι να σκέφτονται θετικά γι’ αυτήν. Η γυναίκα αυτή εγκαταλείπεται από τον σύντροφο της και εισπράττοντας την απόρριψη, αισθάνεται θλίψη, ενοχές και θυμό απέναντι στον εαυτό της, τον οποίο ορίζει ως υπαίτιο για τη διάλυση της σχέσης της. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον εκούσιο εγκλεισμό της στο σπίτι, εντείνοντας φυσικά τις συμπεριφορές «παραίτησης» που έχει υιοθετήσει και συνεπώς τις σκέψεις αυτομομφής και τα αρνητικά της συναισθήματα. Ποιος είναι όμως αυτός που εγκλώβισε τη συγκεκριμένη γυναίκα σε έναν αδιαλείπτως ανατροφοδοτούμενο κύκλο θλίψης, απογοήτευσης, φόβου μοναξιάς, ενοχής και απαισιοδοξίας για το μέλλον; Ποιος είναι αυτός που σαμποτάρει το μυαλό της και δεν της επιτρέπει να αντιμετωπίσει την απώλεια με περισσότερο υγιείς τρόπους;
Μα, φυσικά, ο εαυτός της. Ο ίδιος μας ο εαυτός είναι αυτός που πολλές φορές μετατρέπεται αυθαίρετα και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σε «σαμποτέρ» του μυαλού μας, παρερμηνεύοντας τα γεγονότα ή τις καταστάσεις κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίσει την εναρμόνιση τους με τα ήδη υπάρχοντα αποκρυσταλλωμένα σχήματα γνώσης. Αν, επί παραδείγματι, κάποιος υποφέρει από χαμηλή αυτοεκτίμηση και πιστεύει ότι δεν αξίζει, τότε πολύ συχνά μπορεί να ερμηνεύει το παραμικρό λάθος του σαν πλήρη αποτυχία, απλώς για να επιβεβαιώσει την αρνητική του αυτοεικόνα. Ομοίως, η υπέρμετρη εξιδανίκευση του εαυτού στο πλαίσιο μιας ναρκισσιστικά δομημένης προσωπικότητας και συνεπώς η πρόθεση επίτευξης ακραία υψηλών, μη ρεαλιστικών στόχων που καθιστούν την αποτυχία –και άρα την απογοήτευση- δεδομένη, συνιστά την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Και στις δύο περιπτώσεις το άτομο αδυνατεί να αντιληφθεί τις ικανότητες και τις δυνατότητες του σε σχέση με τον ρεαλισμό τον πραγμάτων. Έτσι, λοιπόν, η κάθε πληροφορία δεν αρκεί απλώς να «κόψει εισιτήριο» για να περάσει στον εγκέφαλο μας, αλλά θα πρέπει να έχει και την κατάλληλη «ενδυμασία» , προκειμένου να είναι συμβατή, να ανταποκρίνεται, δηλαδή, στις απαιτήσεις του. Και τότε ο σαμποτέρ, σε ρόλο «ενδυματολόγου», αποκρύπτει τόσο έντεχνα τη γυμνή, αντικειμενική αλήθεια, αφήνοντας την υποκειμενικότητα σχεδόν να μας τυφλώσει. Άραγε μπορούμε να τον εντοπίσουμε και να προλάβουμε τη δράση του και αν ναι, με ποιους τρόπους μπορεί να γίνει αυτό;
Προχωρώντας αποφασιστικά στη σύνθεση του δικού μας οδηγού αυτοβοήθειας θα μπορούσαμε σε ένα πρώτο , αλλά σημαντικό βήμα, να καλλιεργήσουμε την ικανότητα αναγνώρισης των σκέψεων που μας περνούν απ’ το μυαλό κατά τη βίωση ενός δυσάρεστου γεγονότος ή, με άλλα λόγια, να αναρωτηθούμε: Τι είναι αυτό που μας λέει ο σαμποτέρ εκείνη τη στιγμή; Πώς μας επηρεάζει συναισθηματικά και σε τι είδους συμπεριφορές μας οδηγεί; Έπειτα, αφού τον «τσακώσουμε» , δεν έχουμε παρά να συνδιαλεχθούμε μαζί του και να τον αμφισβητήσουμε: Πόσο βέβαιοι είμαστε ότι μας λέει την αλήθεια; Ποιες είναι οι αποδείξεις του γι΄αυτά που λέει; Πώς κατάφερε να μας πείσει; Τι επιχειρήματα έχουμε εναντίον του;. Η αναγνώριση και εν συνεχεία η αμφισβήτηση του οδηγούν αυτομάτως στην εξεύρεση εναλλακτικών ερμηνειών που πιθανότατα να μην είχαμε ποτέ μέχρι τώρα ανακαλύψει, όντας παγιδευμένοι στις διαστρεβλώσεις της αντίληψης και της εικόνας του εαυτού, και οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να αλλάξουν τις αντιδράσεις μας και να βελτιώσουν τον τρόπο λειτουργίας μας. Έχοντας πάντα κατά νου την υποκειμενική επένδυση της αλήθειας, τόσο νοητικά όσο και συναισθηματικά, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε με το να ελέγξουμε την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του «σαμποτέρ» αλλά και να αναλογιστούμε τι θα συμβεί εάν συνεχίσουμε να του επιτρέπουμε να μας επηρεάζει. Η εστίαση της προσοχής μας στη σκέψη και η διάθεση για πειραματισμό είναι δύο βασικά «όπλα» σε αυτό το ταξίδι διερεύνησης! Ας γίνουμε, λοιπόν, οι μικροί ερευνητές του εαυτού μας…
Ιωάννα Ξύγκη
Στρατιωτικός Ψυχολόγος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aaron T. Beck, Brian F. Shaw, A. John Rush, Gary Emery (1979). Cognitive Therapy Of Depression, The Guilford Press
Ουλής Π. (2012,2η αναθεωρημένη έκδοση). Κλινική Ψυχοπαθολογία, Εκδόσεις ΒΗΤΑ
Παπακώστας Ι. (1994). Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία: Θεωρία & Πράξη, Εκδόσεις ΙΕΘΣ